δουρίπηκτος
English (LSJ)
ον,
A fixed on spears, λάφυρα δᾴων δουρίπηχθ' A.Th. 278.
Greek (Liddell-Scott)
δουρίπηκτος: -ον, ἐμπεπηγμένος εἰς δόρατα, λόγχας, λάφυρα δάων δουρίπηχθ’ (κατὰ Δινδ. ἀντὶ δουρίπληχθ’, πρβλ. Ἀγ. 578) Αἰσχύλ. Θήβ. 278· κατὰ Πόρσ. δουρίληπτ’.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fixé à la lance, aux lances.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.
Greek Monotonic
δουρίπηκτος: -ον, αυτός που έχει μπηχτεί σε δόρατα, σε λόγχες, σε Αισχύλ.