ἐκμάσσατο

Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

3sg. aor. I, he

   A devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.

French (Bailly abrégé)

v. *ἐκμαίομαι.

Spanish (DGE)

v. ἐκμαίομαι.

Greek Monotonic

ἐκμάσσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.