μαίομαι

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαίομαι Medium diacritics: μαίομαι Low diacritics: μαίομαι Capitals: ΜΑΙΟΜΑΙ
Transliteration A: maíomai Transliteration B: maiomai Transliteration C: maiomai Beta Code: mai/omai

English (LSJ)

Aeol. μαίομαι and μάομαι [ᾰ] (v. infr.): fut. μάσσομαι Il.9.394 (Aristarch., recte): aor. I, V. ἐπιμαίομαι:—seek after, seek for, γυναῖκα Il.l.c.; κευθμῶνας ἀνὰ σπέος searching for hiding-places in the cave, Od.13.367, cf. 14.356, Hes.Op.532, h.Cer.44, Pi.O.1.46, Trag.Adesp.509 (lyr.); pursue, ὀ μαιόμενος τὸ μέγα κρέτος Alc.25.1; δυνατὰ μαιόμενος Pi.P.11.51, cf. N.3.5; μ. ὄλεθρόν τινι seek one's destruction, Nic.Th.197: c. gen., A.R.4.1275: c. inf., seek to do, Pi.O.8.5, A. Ch.786 (lyr., dub.), S.Aj.287; desire, ἐγὼ δέ σ' ἐμαιόμαν (σε μὰ ὤμαν cod.) Sapph.Supp.18.1; καὶ ποθήω καὶ μάομαι Ead.23; Κρητῶν μαιομίνων ὃς ἀναίνετο αὐταρχεῖν Pi.Pae.4.36.—Never used in Prose; for it appears in Pl.Cra.421a merely for an etym. purpose. (Prob. μᾰ (ς)-yo-, cf. μασ-τήρ, μασ-τρός, μασ-τεύω; but μᾰ- is found in μᾰτεύω, μᾰ-τήρ; perhaps cogn. with μῶμαι.)

French (Bailly abrégé)

impf. ἐμαιόμην, f. μάσομαι, ao. ἐμασάμην, pf. inus.
désirer vivement ; rechercher, chercher avec ardeur ; avec l'inf. s'efforcer de, etc.
Étymologie: R. Ma, cf. μαιμάω, tâter, chercher.

German (Pape)

(*μάω), trachten, streben, suchen; Od. 14.456; h.Cer. 44; c. accus., μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος, Od. 13.367, wie Hes. O. 534; δυνατὰ μαιόμενος, Pind. P. 11.51; σέθεν ὄπα, N. 3.5; μαιόμενοι μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, Ol. 8.5; ähnlich Aesch. Ch. 775; λαβὼν ἐμαίετ' ἔγχος ἐξόδους ἕρπειν κενάς, Soph. Aj. 280; sp.D., ἐς Ἑλλάδα μαιομένοισι κῶας ἄγειν Ap.Rh. 2.1194, öfter; auch τινός, 4.1275; ὄλεθρόν τινι, Einem Verderben zu bereiten trachten, Nic. Th. 197. In Prosa nur Plat., der es Crat. 421a durch ζητεῖν erkl. Dazu gehört das fut. μάσσεται, Il. 9.344, wo Wolf γαμέσσεται las.

Russian (Dvoretsky)

μαίομαι: (fut. μάσομαι - эп. μάσσομαι)
1 обыскивать, обследовать (κευθμῶνας ἀνὰ σπέος Hom.);
2 добиваться, стремиться, искать (δυνατά Pind.);
3 желать, хотеть, пытаться (ἐξόδους ἕρπειν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μαίομαι: ἀποθ.: περὶ τοῦ μέλλ. καὶ ἀορ. α΄ ἴδε ἐπιμαίομαι· (ἴδε *μάω ἐν τέλ.)· - ζητῶ: 1) ἀπολ., ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, Ὀδ. Ξ. 356, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 44, Αἰσχύλ. Χο. 786· πολλὰ μαιόμενοι φῶτες Πινδ. Ο. 1. 73· χρόνος πόλλ’ ἀνευρίσκει... μαιομένοις Σοφ. Ἀποσπ. 658. 2) μετ’ αἰτ., ζητῶ, ἐρευνῶ, μαιομένη κευθμῶνα Ὀδ. Ν. 367, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 354. 3) ζητῶ περί τινος, τι Πινδ. Π. 11: 76, Ν. 3. 9· μ. ὄλεθρόν τινι, ἐπιζητῶ τὴν καταστροφήν τινος, Νικ. Θηρ. 197· - οὕτω καὶ μετὰ γεν., ἐπιδιώκω, ἐπιζητῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1275. 4) μετ’ ἀπαρ., ζητῶ νὰ πράξω τι, Πινδ. Ο. 8. 8, Σοφ. Αἴ. 280. - Οὐδαμοῦ παρὰ πεζογράφοις· διότι ἐν Πλάτ. Κρατ. 421Α ἀναφέρεται ἁπλῶς χάριν τῆς ἐτυμολογίας.

English (Autenrieth)

inf. μαίεσθαι, part. μαιομένη: seek for, explore, Od. 14.356, Od. 13.367 ; μάσσεται, ‘will find’ a wife for me (γὲ μάσσεται, Aristarchus' reading for vulg. γαμέσσεται), Il. 9.394.

English (Slater)

μαίομαι (-όμενος, -οι, -ων; -αι.)
   a seek (after) οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον (sc. σέ) (O. 1.46) θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ (P. 11.51) μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι, σέθεν ὄπα μαιόμενοι the voice of the Muse (N. 3.5) λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα [Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν (Pae. 4.36) μ]αιόμεναι (ἀοιδαί supp. Hermann) Θρ. 3. 4.
   b seek c. inf. ἀνθρώπων πέρι μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν (O. 8.5)

Greek Monolingual

μαίομαι, αιολ. τ. και μάομαι (Α)
1. αναζητώ, ερευνώ («ἥ τ' ὄρνισι κατοικιδίῃσιν ὄλεθρον μαίεται», Νικ.)
2. επιδιώκω, επιζητώ, επιθυμώ («μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μαίομαι πιθ. < μασ-jο-μαι, με επένθεση του j και σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ- (πρβλ. μάσσασθαι, αόρ., και επίθ. -προτί-μαστος). Η λ. με τη σημ. «ψηλαφώ, αγγίζω» ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mās- (< ΙΕ ρίζα mā- «γνέφω με το χέρι, απατώ», με παρέκταση -s-) και συνδέεται με λ. που σημαίνουν «γνέφω με το χέρι» (πρβλ. αρχ. σλαβ. na-ma-jo, -jati «γνέφω», λιθουαν. mo-ju, -ti «γνέφω», mos-uoti «κουνώ, κραδαίνω»), καθώς και με το ρ. μηνύω. Η λ. με τη σημ. «επιδιώκω, προσπαθώ» συνδέεται πιθ. με τα μαιμάω, μῶμαι.

Greek Monotonic

μαίομαι: (*μάω), αποθ. αναζητώ·
I. αμτβ., προσπαθώ, πασχίζω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ., Αισχύλ.
II. 1. με αιτ., ερευνώ, εξετάζω, σε Ομήρ. Οδ.
2. επιζητώ, επιδιώκω, τι, σε Πίνδ.· με απαρ., επιδιώκω να κάνω (κάτι), στον ίδ., σε Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: seek after, for, search for, touch, pursue, in present also seek to attain (Il.).
Other forms: Aeol. also μάομαι (Sapph. 36?), fut. μάσσομαι, aor. -μάσσασθαι.
Compounds: usually with ἐπι-, in the aor. also with εἰσ-, ἐκ-, ἀμφι-, μετα-μαίομαι (Pi. Ν. 3, 81)
Derivatives: Verbaladj.: ἀ-προτί-μαστος untouched (Τ 263), ἐπί-μαστος adjunct of ἀλήτης (υ 377), meaning unclear, cf. Bechtel Lex. s. v. - Nom. actionis: μάσμα n. searching (Cratin. 424, Pl. Kra. 421 b), μαστύς, -ύος f. id. (Call. Fr. 277; Benveniste Noms d'agent 73). -- Nom. agentis: μαστήρ m. (also f., Schwyzer 530) searcher (trag.), also name of an Athen. officer (Hyp.), cf. Benveniste 40, Fraenkel Nom. ag. 2, 4; with μάστειρα f. (A.), μαστήριος Ἐρμῆς God of the tracing (A.; Schulze Kl. Schr. 168 n. 3); Μάστωρ ep. PN (Benveniste 54, Fraenkel 1, 14; 2, 11); μαστρός m. name of a financial officer (Pellene, Rhodos, Delphi) with μαστρικός (Delphi IIa), μα-στρ(ε)ία, El. μαστράα = εὔθυνα (Messen. Ip, H.), cf. Schwyzer 532 w. n. 2, details in Fraenkel 1, 163 n. 2; as 1.(?) member in μαστρ-οπός m. f. procur(ess) with -οπικός, -οπεύω, -οπεία (Att.); hypocor. μάστρυς f. (Phot.). - Denomin. in -(τ)εύω (Schwyzer 732): μαστεύω search (Pi., A.; Epid., X.) with μάστ-ευσις (Epid. IVa, Archim.), -ευτής (X., Fraenkel 2, 62), -εία (VIp); vgl. ματεύω. -- Here perhaps also PN like Εὔ-μαιος, Οἰνό-μαος, Μαίων (ep.). -- On μάστιξ, μάσθλης s. vv. On μαστροπός s.v, which is Pre-Greek.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The sigmatic forms, e.g. aor. -μάσσασθαι and ἀ-προτί-μαστος, make for μαίομαι a basis *μασ-ι̯ο-μαι possible; the σ-forms may however also belong to ματέω, ματεύω, s. v. - Usually μαίομαι touch and μαίομαι strive, try (the latter with genitive) are considered as two diff. verbs (Bechtel Lex. s. v., WP. 2, 220 a. 238f., Pok. 693 a. 704f., Schwyzer-Debrunner 105); but the meaning try to reach, strive after can be explained easily from the conative aspect of the present-stem. - No clear agreement. In the sense of touch compared with some words for beckon with the hand etc., e.g. OCS na-ma-jǫ, -jati beckon, Lith. mó-ju, --ti beckon, mos-úoti turn, swing, with also μηνύω (s.v.); as strive, try however to μαιμάω, μῶμαι (s. vv.). -- After Belardi Maia 2, 277ff. (s. also Doxa 3, 213) as touch to μάρη etc.

Middle Liddell

[*μάω]
I. to seek:
1. absol. to endeavour, strive, Od., Pind., Aesch.
II. c. acc. to search, examine, Od.
2. to seek after, seek for, τι Pind.: c. inf. to seek to do, Pind., Soph.

Frisk Etymology German

μαίομαι: {maíomai}
Forms: äol. auch μάομαι (Sapph. 36?), Fut. μάσσομαι, Aor. -μάσσασθαι,
Grammar: v.
Meaning: tasten, berühren, untersuchen, aussuchen, im Präsensstamm auch zu erreichen suchen, nachstreben (ep. poet. seit Il.).
Composita: gewöhnlich mit ἐπι-, im Aor. auch mit εἰσ-, ἐκ-, ἀμφι-, μεταμαίομαι (Pi. Ν. 3, 81)
Derivative: Verbaladj.: ἀπροτίμαστος unangetastet (Τ 263), ἐπίμαστος Beiwort von ἀλήτης (υ 377), Bed. unklar, vgl. Bechtel Lex. s. v. — Nom. actionis: μάσμα n. das Suchen (Kratin. 424, Pl. Kra. 421 b), μαστύς, -ύος f. ib. (Kall. Fr. 277; Benveniste Noms d'agent 73). — Nom. agentis: μαστήρ m. (auch f., Schwyzer 530) Sucher, Späher (Trag.), auch N. eines athen. Beamten (Hyp. u.a.), vgl. Benveniste 40, Fraenkel Nom. ag. 2, 4; mit μάστειρα f. (A.), μαστήριος Ἑρμῆς Gott der Spurfolge (A.; Schulze Kl. Schr. 168 A. 3); Μάστωρ ep. PN (Benveniste 54, Fraenkel 1, 14; 2, 11); μαστρός m. N. eines Finanzbeamten (Pellene, Rhodos, Delphi) mit μαστρικός (Delphi IIa), μαστρ(ε)ία, el. μαστράα = εὔθυνα (Messen. Ip, H.), vgl. Schwyzer 532 m. A. 2, Einzelheiten bei Fraenkel 1, 163 A. 2; als Vorderglied in μαστροπός m. f. ‘Kuppler(in)’ mit -οπικός, -οπεύω, -οπεία (att. usw.); hypokor. μάστρυς f. (Phot.). — Denominativum auf -(τ)εύω (Schwyzer 732): μαστεύω ‘(auf)suchen’ (poet. seit Pi., A.; auch Heilinschr. aus Epid., X. u. sp. Prosa) mit μάστευσις (Epid. IVa, Archim. u. a.), -ευτής (X., Fraenkel 2, 62), -εία (VIp); vgl. ματεύω. — Hierher wohl noch PN wie Εὔμαιος, Οἰνόμαος, Μαίων (ep.). — Zu μάστιξ, μάσθλης s. bes.
Etymology: Die sigmatischen Formen, z.B. Aor. -μάσσασθαι und ἀπροτίμαστος, machen für μαίομαι eine Grundform *μασι̯ομαι möglich; die σ-Formen können aber auch zu ματέω, ματεύω gehören, s. d. — Gewöhnlich werden μαίομαι tasten, berühren und μαίομαι streben, trachten (letzteres mit Gen.) als zwei verschiedene Verba betrachtet (Bechtel Lex. s. v., WP. 2, 220 u. 238f., Pok. 693 u. 704f., Schwyzer-Debrunner 105); die Bed. ‘zu erreichen suchen, (nachstreben’ erklärt sich aber unschwer aus dem konativen Aspekt des Präsensstamms. — Ohne überzeugende Entsprechung. Im Sinn von tasten, berühren zu einigen Wörtern für mit der Hand winken gezogen, z.B. aksl. na-ma-, -jati zuwinken, lit. -ju, -ti winken, mos-úoti schwenken, schwingen, wozu noch μηνύω (s.d.); als streben, trachten dagegen zu μαιμάω, μῶμαι (s. dd.). — Nach Belardi Maia 2, 277ff. (s. auch Doxa 3, 213) als tasten, berühren zu μάρη u. Verw.
Page 2,161-162