fut. of ἐσθίω, ἔδω. ἔδον, Ep. and Dor. 3pl. aor. 2 of δίδωμι. II impf. of ἔδω.
[Seite 716] fut. zu ἐσθίω.
ἔδομαι: μέλλ. τοῦ ἐσθίω, Ὁμ.
v. ἔδω.
see ἔδω, ἐσθίω.
v. ἐσθίω.
ἔδομαι: μέλ. του ἔδω και ἐσθίω.