ἐξύφασμα

Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A finished web, κερκίδος ἐ. σῆς E.El.539.

German (Pape)

[Seite 890] τό, das (vollendete) Gewebe, κερκίδος Eur. El. 539; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξύφασμα: ῠ, τό, ὕφασμα, κερκίδος σῆς ἐξ. Εὐρ. Ἠλ. 539.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tissu.
Étymologie: ἐξυφαίνω.

Greek Monolingual

ἐξύφασμα, το (Α)
φρ. «κερκίδος σῆς ἐξύφασμα» — αυτό που ύφανε ο αργαλιός σου (Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξύφασμα: [ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.