ἐπωφελία

Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἐπωφέλεια, AP6.33 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1016] ἡ, = ἐπωφέλεια, Qu. Maec. 7 (VI, 33).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωφελία: ἡ, = ἐπωφέλεια, Ἀνθ. Π. 6. 33.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
secours, avantage, utilité.
Étymologie: ἐπωφελέω.

Greek Monolingual

ἐπωφελία, ἡ (Α)
η επωφέλεια.

Greek Monotonic

ἐπωφελία: ἡ, βοήθεια, αρωγή, συνδρομή, όφελος, σε Ανθ.