αρωγή

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

η (AM ἀρωγή) (Α) αρήγω
η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη
νεοελλ.
το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα.