ἐπιτείχισις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A building a fort on the enemy's frontier, Th.1.142 ; ἐ. Δεκελείας Id.6.93.
German (Pape)
[Seite 990] ἡ, das Anlegen von Befestigungen, Bollwerken gegen Jemanden, Thuc. 1, 142, Befestigung, Δεκελείας 6, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτείχῐσις: -εως, ἡ, ἡ οἰκοδόμησις φρουρίου ἐπὶ τῶν ἐχθρικῶν συνόρων, ἡ κατοχὴ αὐτῶν, Θουκ. 1. 142· ἐπ. Δεκελείας ὁ αὐτ. 6. 93.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se fortifier contre, fortification contre.
Étymologie: ἐπιτειχίζω.
Greek Monotonic
ἐπιτείχῐσις: -εως, ἡ, οικοδόμηση φρουρίου στα εχθρικά σύνορα, κατοχή συνόρων, σε Θουκ.