ον, gen. ονος, = sq.,
A μόσχος AP6.263 (Leon.).
εὐθηλήμων: -ον, σπάν. τύπος τοῦ ἑπομ., μόσχος Ἀνθ. Π. 6. 623.
εὐθηλήμων, -ον (Α)ο ευθηλής, ο ακμαίος («εὐθηλήμων μόσχος»).
εὐθηλήμων: -ον, σπάνιος τύπος του επομ., σε Ανθ.