εὐθηλήμων
English (LSJ)
εὐθηλήμον, gen. ονος, = εὐθηλής (well-nurtured, thriving, goodly), μόσχος AP 6.263 (Leon.).
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
εὐθηλήμων: 2, gen. ονος хорошо вскормленный, упитанный (μόσχος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθηλήμων: -ον, σπάν. τύπος τοῦ ἑπομ., μόσχος Ἀνθ. Π. 6. 623.
Greek Monolingual
εὐθηλήμων, -ον (Α)
ο ευθηλής, ο ακμαίος («εὐθηλήμων μόσχος»).