θαλασσοκράτωρ

Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[κρᾰ], ορος, ὁ, ἡ,

   A master of the sea, Hdt.5.83, Th.8.63, X.HG1.6.2.

German (Pape)

[Seite 1183] ορος, ὁ, Meerbeherrscher, die Oberherrschaft zur See habend; Her. 5, 83; Thuc. 8, 63; vgl. Xen. Hell. 1, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσοκράτωρ: ορος. ὁ, ἡ, κύριος τῆς θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 83, Θουκ. 8. 63, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui domine sur mer.
Étymologie: θάλασσα, κρατέω.

Spanish

señor del mar

Greek Monotonic

θᾰλασσοκράτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (κρατέω), ο κύριος της θάλασσας, ο αφέντης, ο εξουσιαστής της, σε Ηρόδ., Θουκ. Ξεν.