θεῖμεν

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

for θείημεν, 1pl. aor. 2 opt. Act. of τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

θεῖμεν: ἀντὶ θείημεν, α΄ πληθ. εὐκτ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ τοῦ τίθημι.

English (Autenrieth)

see τίθημι.

Greek Monotonic

θεῖμεν: αντί θείημεν, αʹ πληθ. ευκτ. Ενεργ. αορ. βʹ του τίθημι.