θεῖμεν
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
for θείημεν, 1pl. aor. 2 opt. Act. of τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
θεῖμεν: (= θείημεν) 1 л. pl. aor. 2 opt. к τίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
θεῖμεν: ἀντὶ θείημεν, α΄ πληθ. εὐκτ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ τοῦ τίθημι.
English (Autenrieth)
see τίθημι.
Greek Monotonic
θεῖμεν: αντί θείημεν, αʹ πληθ. ευκτ. Ενεργ. αορ. βʹ του τίθημι.