[Seite 1229] τό, ion. = θαῦμα. Vgl. θώυμα.
θῶμα: θωμάζω, θωμάσιος, Ἰων. ἀντὶ θαῦμα, θαυμάζω, θαυμάσιος, Ἡρόδ.
ion. c. θαῦμα.
θῶμα, τὸ (Α)ιων. τ. του θαῡμα.
θῶμα: θωμάζω, θωμάσιος, Ιων. αντί θαῦμα, κ.λπ.