ἱεροφύλαξ

Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῠ], poet. ἱρ-, ᾰκος, ὁ,

   A guardian of a temple, E.IT1027 (cj. Markl.), IG14.291 (Segesta).    2 = Lat. pontifex, D.H.2.73.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροφύλαξ: ῠ, ποιητ. ἱρ-, ᾰκος, ὁ, φύλαξ ναοῦ, = ναοφύλαξ, Λατ. aedituus, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1027 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.), Συλλ. Ἐπιγρ. 5545. 2) ἐν Διον. Ἁλ. 2. 73 ἰσοδυναμεῖ τῷ Λατ. pontifex.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, φύλαξ.

Greek Monotonic

ἱεροφύλαξ: [ῠ], ποιητ. ἱρ-, -ᾰκος, ὁ, φύλακας του ναού, πρύτανης, Λατ. aedituus, σε Ευρ.