ἱεροφύλαξ

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροφῠ́λᾰξ Medium diacritics: ἱεροφύλαξ Low diacritics: ιεροφύλαξ Capitals: ΙΕΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: hierophýlax Transliteration B: hierophylax Transliteration C: ierofylaks Beta Code: i(erofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], poet. ἱροφύλαξ, ᾰκος, ὁ,
A guardian of a temple, E.IT1027 (cj. Markl.), IG14.291 (Segesta).
2 = Lat. pontifex, D.H.2.73.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien d'un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, φύλαξ.

German (Pape)

ακος, ὁ, Bewahrer der Heiligtümer, Tempelwärter, Dion.Hal. 2.73; Konjektur für ἱεροὶ φύλακες Eur. I.T. 1027.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροφύλαξ: ион. ἱροφύλαξ, Eur. v.l. ἱροῦ φύλαξ, ᾰκος (ῠ) ὁ страж святилища, смотритель храма Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροφύλαξ: ῠ, ποιητ. ἱρ-, ᾰκος, ὁ, φύλαξ ναοῦ, = ναοφύλαξ, Λατ. aedituus, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1027 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.), Συλλ. Ἐπιγρ. 5545. 2) ἐν Διον. Ἁλ. 2. 73 ἰσοδυναμεῖ τῷ Λατ. pontifex.

Greek Monotonic

ἱεροφύλαξ: [ῠ], ποιητ. ἱρ-, -ᾰκος, ὁ, φύλακας του ναού, πρύτανης, Λατ. aedituus, σε Ευρ.

Middle Liddell


a keeper of a temple, temple-warden, Lat. aedituus, Eur.