θωρηκτής

Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (θωρήσσω)

   A armed with θώραξ, Ἀργείοισι θωρηκτῇσι Il.21.429; Λυκίων, Τρώων πύκα θωρηκτάων armed with stout cuirass, 12.317,15.689.

German (Pape)

[Seite 1230] der Geharnischte, Gewappnete, Τρῶες, Ἀργεῖοι, Il. 15, 689. 21, 429.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
guerrier cuirassé.
Étymologie: θωρήσσω.

English (Autenrieth)

(θωρήσσω): cuirassed, wellcuirassed. (Il.)

Greek Monolingual

θωρηκτής, ὁ (Α) θεωρήσσω
οπλισμένος με θώρακα («ὅτ' Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

θωρηκτής: -οῦ, ὁ (θωρήσσω), οπλισμένος με θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.