θωρήσσω
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
Ep. aor. θώρηξα, subj. θωρήξομεν (for -ωμεν) Il.2.72:—
A arm with a θώραξ: generally, arm, θωρῆξαί ἑ κέλευε… Ἀχαιούς Il. 2.11; Μυρμιδόνας… θώρηξεν Ἀχιλλεύς 16.155:—more freq. in Med. and Pass., θωρήσσομαι, fut. -ξομαι: aor. ἐθωρήχθην:—arm oneself, put one's harness on, αὐτίκα θωρήσσοντο Il.19.352; σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες 8.530, etc.; ἐς πόλεμον ἅμα λαῷ θωρηχθῆναι 1.226; τεύχε' ἐνείκω θωρηχθῆναι I will bring you Arm. to arm yourselves withal, Od.22.139; ἐθωρήσσοντο δὲ χαλκῷ 23.369; ἐν τῷδε (sc. θώρακι) πρὸς τοὺς πολεμίους θωρήξομαι Ar.Ach.1134; to which Dicaeopolis replies, ἐν τῷδε (sc. χοῒ) πρὸς τοὺς συμπότας θ., with reference to signf. ΙΙ.
II fortify with drink, Hp.Epid.2.5.10; ποτῷ φρένα θωρηχθέντες Nic.Al. 32; τεθωρηγμένος Ruf. ap. Orib.6.38.23; make drunk, intoxicate, Thgn.842:—Med. and Pass., get drunk, οἴνῳ Id.470: abs., Id.413, Pi.Fr.72; θωρηχθεὶς ὑπὸ οἴνου Hp.Morb.4.56, cf. Duris 27 J.
III Med. in causal sense, τὸν μὲν… νέκταρι θωρήξαιο Nic.Al.225.
German (Pape)
[Seite 1230] = θωρακίζω, 1) bepanzern, mit dem Brustharnisch versehen, wappnen, θωρῆξαί ἑ κέλευε καρηκομόωντας Ἀχαιούς II. 2, 11, häufig im med. u. aor. pass., Ἀχαιοὶ αὐτίκα θωρήσσοντο 19, 351, θωρηχθέντες 18, 277, wie Pind. frg. 44; ἐς πόλεμον θωρηχθῆναι, θωρήσσονται, Il. 1, 226 Hes. Th. 431; πόλεμον μέτα, Il. 20, 329; häufig τεύχεσι θωρηχθῆναι, auch χαλκῷ, Od. 23, 369; πρὸς τοὺς πολεμίους, Ar. Ach. 1100. – 2) berauschen, trunken machen; Theogn. 854; Hippocr.; Nic. Al. 224; med. sich in ungemischtem Wein berauschen, s. das Wortspiel Ar. Ach. 1099 (u. oben θώραξ 3); Theogn. 507 u. öfter; ἐπαφς ζοντι ποτῷ φρένα θωρηχθέντες Nic. Al. 32; B. A. 43 wird θωρηχθείς durch μεθυσθείς erkl.; vgl. Schol. Nic, Al. 224.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἐθώρηξα, pf. τεθώρηκα;
armer d'une cuirasse, acc.;
Moy. θωρήσσομαι;
1 s'armer d'une cuirasse : χαλκῷ OD d'une cuirasse d'airain;
2 s'enivrer de vin pur.
Étymologie: θώραξ.
English (Autenrieth)
aor. θώρηξε, subj. θωρήξομεν, mid. fut. θωρήξομαι, pass. ipf. 3 du. θωρήσσεσθον, aor. θωρήχθησαν: arm with cuirass, mid., arm oneself for battle.
Greek Monolingual
θωρήσσω (Α)
θώραξ
1. οπλίζω με θώρακα
2. οπλίζω για μάχη, ετοιμάζω για μάχη, για πόλεμο
3. μεθώ κάποιον («οἷνος... εὖτ' ἂν θωρήξας, μ' ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», Θέογν.)
4. μέσ. θωρήσσομαι
σταματώ τη δίψα κάποιου, ευφραίνω με ποτό («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες», Νίκ.)
5. μέσ. μεθώ πίνοντας ανέρωτο κρασί («πίνων δ' οὐχ οὕτως θωρήξομαι», Θέογν.).
Greek Monotonic
θωρήσσω: Επικ. αόρ. αʹ θώρηξα, υποτ. θωρήξομεν (αντί -ωμεν)·
I. 1. θωρακίζω = εξοπλίζω με θώρακα και γενικά, οπλίζω, καθοπλίζω το στράτευμα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. Μέσ. και Παθ., θωρήσσομαι, μέλ. -ξομαι, αόρ. αʹ ἐθωρήχθην· οπλίζομαι, φορώ τον οπλισμό μου, σε Όμηρ.· τεύχε' ἐνείκω θωρηχθῆναι, θα σας φέρω όπλα να οπλισθείτε εξαρχής, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς τοὺς πολεμίους θωρήξομαι, σε Αριστοφ.
II. μεθώ κάποιον, ζαλίζω με ποτό, διεγείρω, σε Θέογν.· Μέσ., πίνω άκρατο οίνο, μεθώ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θωρήσσω: (aor. ἐθώρηξα - эп. θώρηξα, pf. τεθώρηκα; эп. 1 л. pl. praes. conjct. θωρήξομεν = *θωρήξωμεν)
1 надевать доспехи, покрывать броней, одевать в панцирь, т. е. вооружать (Ἀχαιούς Hom.); med. облекаться в доспехи, надевать на себя броню, т. е. вооружаться, ополчаться (τεύχεσι, χαλκῷ Hom.; πρὸς τοὺς πολεμίους Arph.): ἐς πόλεμον θωρηχθῆναι Hom., Hes. вооружиться для битвы, т. е. выйти на бой;
2 (sc. οἴνῳ) напаивать вином; med. напиваться, опьяняться: ἐν τῷδε (sc. θώρακι) πρὸς τοὺς πολεμίους θωρήξομαι. - Ἐν τῷδε πρὸς τοὺς συμπότας θωρήξομαι Arph. (игра на обоих значениях слова θ.) этим доспехом я ополчусь против врагов. - А я напьюсь из него против собутыльников.
Middle Liddell
θωρήσσω,
I. = θωρακίζω, to arm with breastplate: and, generally, to arm, get men under arms, Il.
2. Mid. and Pass., θωρήσσομαι, fut. ξομαι: aor1 ἐθωρήχθην:— to arm oneself, put one's harness on, Hom.; τεύχε' ἐνείκω θωρηχθῆναι I will bring you arms to arm yourselves withal, Od.; πρὸς τοὺς πολεμίους θωρήξομαι Ar.
II. to make drunk, to intoxicate, Theogn.:— Mid. to drink unmixed wine, to get drunk, Theogn.