Ep. 1pl. aor. 2 of καθίημι. καθέν, for καθ' ἕν,
A v. κατά B.11.3.
κάθεμεν: Ἐπικ. α΄ πληθ. ἀόρ. β΄ τοῦ καθίημι.
1ᵉ pl. ao.2 de καθίημι.
κάθεμεν: Επικ. αʹ πληθ. αορ. βʹ του καθίημι.