καθίημι

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθίημι Medium diacritics: καθίημι Low diacritics: καθίημι Capitals: ΚΑΘΙΗΜΙ
Transliteration A: kathíēmi Transliteration B: kathiēmi Transliteration C: kathiimi Beta Code: kaqi/hmi

English (LSJ)

Ion. κατίημι, A fut. καθήσω A.Eu.555(lyr.): aor. 1 καθῆκα, Ep. καθέηκα Il.24.642: 2dual aor. 2 κάθετον h.Ap.487: pf. καθεῖκα Lysipp.1, D.29.46: (v. ἵημι):—let fall, drop, send down, κὰδ δὲ (κεραυνὸν)… ἧκε Χαμᾶζε Il.8.134; κατὰ δ' ὑψόθεν ἧκεν ἐέρσας 11.53; οἶνον λαυκανίης καθέηκα I have sent the wine down my throat, 24.642; καθίετε ἵππους ἐν δίνῃσι sink them in the stream, as an offering to the river-god, 21.132; (ἱστία) ἐς νῆας κάθεμεν we let them down, lowered them, Od.9.72; λαῖφος καθήσειν A.Eu. l.c.; σχοίνῳ σπυρίδα κ. let it down by a cord, Hdt.5.16; σῶμα πύργων κ. E.Tr.1011; κοντὸν ἐς [τὴν λίμνην] κ. Hdt.4.195; ἐμαυτὸν εἰς ἅλα E.Hel.1614; ὅπλα εἰς ἅλἀ ib. 1375; καθεῖσαν δέλεάρ μοι φρενῶν Id.IT1181 (so metaph. τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε D.29.46); κ. τι ἐς πῶμα E.Ion1034; νάρθηκ' ἐς πέδον Id.Ba.706; κ. σπονδάς pour them, Id.IA60; τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, of putting lots into a helmet or urn, S.Aj.1285; ἄγκυραν Hdt. 7.36; τὰ δίκτυα Arist.HA533b18; κατιεμένην καταπειρητηρίην, of a sounding-line, Hdt.2.28: abs., καθιέναι reach by sounding, sound, οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν Arist.Mete.351a13: Medic., (αὐλίσκον) pass a catheter, Ruf.Ren.Ves.7.11; οἵαν πρόφασιν καθῆκε (παρὰ προσδοκίαν for οἷον ἄγκιστρον) Ar.V.174; λόγους συμβατηρίους κ. make offers of peace, D.C.41.47; κ. πεῖραν make an attempt, Ael. VH2.13, NA1.57; εἰς ὤμους κ. κόμας let one's hair flow loose, E. Ba.695, cf. IT52; κ. πώγωνα let one's beard grow long, Ar.Ec.100, cf. Th.841, Arr.Epict.2.23.21 (Pass., τὰς τρίχας καθειμέναι Crates Com.27; πώγωνα καθειμένος Plu.Phoc.10; τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο Ael.VH11.10); [αἱ ὄϊες] μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν Arist.HA596a24 (Pass., of a mare's udder, Hdt.4.2); also τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν carry them down to the sea, Th.5.52 (Pass., καθεῖτο τείχη 4.103); καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying, Pl.Phd. 61c; κατ' ἀμφοῖν ἄμφω (sc. τὰ σκέλη) καθέντος, of a wrestler, Gal.6.143; κ. δόρατα let down one's pike, bring it to the rest, X.An.6.5.25; κ. τὰς κώπας let down the oars, so as to stop the ship's way, Th.2.91; rarely of striking, δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος E.Ph.1413; καθῆκε ξύλον παιδὸς ἐς κάρα Id.HF993; κ. πρὸς γαῖαν γόνυ to kneel down, Id.Hec.561; ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν Id.IT333; κ. τινὰ ἐς ὕπνον let him fall asleep, Id.HF1006; εἰς κίνδυνον ἐμαυτόν D.H.5.27; (πώλους) ἐς λειμώνων Χλόην E.IA423; of a general, κ. στρατόπεδα εἰςlet them march into... Plb.3.70.11; εἰς τὸ πεδίον τὴν δύναμιν Id.3.92.7; κ. ἐπί τινας τόπους ἐνέδρας lay an ambush, Id.4.63.9:—Pass., stretch down seawards, ὄρεα μέχρι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Pl. Criti.118a; ἕως γῆς τοῦ πρηστῆρος καθιεμένου Epicur.Ep.2p.47U., cf. p.51 U.; τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς low tone of voice, Hdn.5.2.3.
2 send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη, Th.6.16, Isoc.16.34; of plays, produce, Eratosth. ap. Sch.Ar.Nu.552 (Pass.); διδασκαλίαν Plu.Cim.8; so ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι… γνώμας καθεῖναι (Com. for προθεῖναι) Ar.Ec.397; κατὰ τὴν ἀγορὰν λογοποιοὺς κ. D.24.15: freq. in later Greek in a general sense, set in motion, employ, Luc.DMeretr.7.4; κ. ἔς τινας ὑποψίας Philostr.VA6.38; φίλους καὶ ῥήτορας κ. employ them, Plu.Per.7, cf. Philostr.VA4.42:—Pass., to be put in motion, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.138.
3 allow to return from exile, φυγάδας X.HG2.2.20.
II intr., swoop down like a wind, λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς Ar.Eq.430; of rivers, run down, ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου Pl.Phd. 112e; κ. εἰς γόνυ sink on the knee, Plu.Ant.45; κ. εἰς ἀγῶνα, Lat. descendere in arenam, Id.2.616d, Luc.Alex.6; κ. ἐς Ῥόδον arrive there, v.l. for κατῆγεν, Polyaen.5.17.2.

German (Pape)

[Seite 1285] (s. ἵημι), praes. κατίει Her. 5, 16, herablassen, herunterschicken, hinuntersenden; οἶνον λαυκανίης καθέηκα, ich schickte den Wein die Kehle hinunter, Il. 24, 641; öfter in tmesi, καθίετε ἵππους ἐν δίναις, versenkt die Rosse in den Fluthen, als Opfer für den Flußgott, 21, 132; τὸν δ' ἀντίτολμον δέ φαμι τὸν παρβάταν τὰ πολλὰ καθήσειν Aesch. Eum. 525; σῶμα πύργων καθιεῖσα, von den Thürmen hinunterstürzend, Eur. Tr. 1011; καθῆκ' ἐμαυτὸν εἰς ἅλα Hel. 1630; δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος Phoen. 1422; ξύλον καθῆκε παιδὸς ἐς κάρα Herc. Fur. 993; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν I. T. 333; τινὰ ἐς ὕπνον, in Schlaf versenken, Herc. Fur. 1005; εἰς ὤμους κόμας, die Haare auf die Schultern herabhangen lassen, Bacch. 694 I. T. 52; Ar. Th. 841; so auch πώγωνα, den Bart wachsen lassen, Eccl. 100, wie D. Hal. πώγωνα βαθὺν καθεικὼς καὶ κόμην 6, 26; im med., καθειμένος βοστρύχους, mit lang herabwallenden Locken, Luc. D. D. 2, 2; vgl. Plut. Phoc. 10; τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο, er hatte einen langen Bart, Ael. V. H. 11, 10; τὴν κόμην μέχρι τῶν γλουτῶν καθεῖτο D. Cass. 62, 2; – ἀγκύρας κατῆκαν, Anker auswerfen, Her. 7, 36; κατιεμένην καταπειρητηρίην, das ausgeworfene Senkblei, 2, 28; καθῆκε τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὶ τὴν γῆν, ließ sie herunterhangen, Plat. Phaed. 61 c; τὰ δόρατα, zum Angriffe den Speer senken, Xen. An. 6, 3, 25. 27; αἱ μέν τινες τῶν νεῶν καθεῖσαι τὰς κώπας ἐπέστησαν τοῦ πλοῦ Thuc. 2, 91, entweder die Ruder sinken lassen u. nicht rudern od. die Ruder in's Wasser stecken, um das Schiff aufzuhalten; τείχη καθεῖναι, Mauern auf eine Strecke hin errichten, 5, 52, wie οὐ καθεῖτο τὰ τείχη, die Mauern waren nicht über die ganze Strecke hin aufgeführt, 4, 103. – Zum Wettkampfe stellen, aussenden, ἅρματα ἑπτὰ καθῆκα Thuc. 6, 16, ζεύγη Isocr. 16, 34; auch sc. ἑαυτόν, οἱ καθιέντες ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc. Al. 6, εἰς ἀγῶνα καθείκασιν Plut. Symp. 1, 2, 3, womit D. Hal. 5, 27 εἰς κίνδυνον ἑαυτὸν καθιέναι zu vgl. u. ὅτε Σοφοκλῆς τὴν Ναυσικάαν καθῆκε Ath. I, 20 f; Schol. Ar. Nubb. 552; τὴν πρώτην διδασκαλίαν Plut. Cim. 8. – Med. sich gegen Einen in Bewegung setzen, anrücken, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 138; vgl. ἔξειμι γάρ σοι λαμπρὸς ἤδη καὶ μέγας καθιείς, gewaltig auf dich stürzend, Ar. Equ. 428, κατὰ τὴν ἀγορὰν καθίεσαν λογοποιούς Dem. 24, 15, u., wo keine feindliche Nebenbedeutung ist, εἰς τὸ πεδίον οὐ καθίει τὴν δύναμιν Pol. 3, 92, 7; καθιέναι ἐνέδρας ἐπὶ τόπους εὐκαίρους, einen Hinterhalt in geeignete Oerter legen, 4, 63, 9; ἐπί τινα σκῶμμα, einen Witz loslassen gegen Einen, Luc. de merc. cond. 34. Anders γνώμας, die Stimmen abgeben, Ar. Eccl. 397, πρόφασιν Vesp. 174, Ausflüchte machen, πεῖραν, einen Versuch machen, Ael. V. H. 2, 12. – Die Stimme sinken lassen, τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς Hdn. 5, 2, 7. – Intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, Plat. δυνατὸν δ' ἐστὶν ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι Phaed. 112 e; ἐς γόνυ, sich niederlassen, Plut. Ant. 45; ἐς Ῥόδον, dahin gelangen, Po lyaen. 5, 17, 2. S. auch die obigen Beisp. – Med. sich in Bewegung setzen, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς τὴν Ἑλλάδα Her. 7, 138.

French (Bailly abrégé)

f. καθήσω, ao. καθῆκα, pf. καθεῖκα;
I. tr. faire descendre :
1 faire tomber, lancer de haut en bas : κεραυνὸν χαμᾶζε IL la foudre sur la terre ; ὑψόθεν ἐέρσας IL faire tomber la rosée d'en haut ; οἶνον λαυκανίης IL faire couler du vin dans son gosier ; ἄγκυραν HDT jeter l'ancre ; fig. σκῶμμα ἐπί τινα LUC lancer une raillerie contre qqn;
2 laisser tomber : τὰς κώπας THC les rames, de façon à arrêter la marche du navire ; γόνυ πρὸς γαῖαν EUR baisser le genou vers la terre ; καθειμένος τὸν πώγωνα PLUT ayant laissé croître sa barbe;
3 faire descendre dans la lice, lancer dans la carrière : ἅρματα THC, ζεύγη ISOCR des chars, des attelages ; fig. διδασκαλίαν PLUT présenter une didascalie;
4 faire descendre : τείχη THC prolonger des remparts jusqu'à la mer ; rappeler d'exil XÉN;
II. intr. (ou s.e. ἑαυτόν) descendre (ou se lancer) : ἀφ' ὑψηλῶν XÉN d'un lieu élevé ; εἰς γόνυ PLUT tomber sur le genou ; εἰς ἀγῶνα PLUT descendre dans la lice ; en mauv. part être précipité;
Moy. καθίεμαι (f. καθήσομαι, ao. καθείμην, pf. καθεῖμαι) descendre dans, se transporter dans, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: κατά, ἵημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθίημι, Ion. κατίημι [κατά, ἵημι] praes. 3 plur. καθιᾶσι, Ion. κατιεῖσι, imperf. καθίην, med.-pass. καθιέμην, Ion. 3 sing. κατίετο; aor. καθῆκα, ep. καθέηκα, Ion. κατῆκα, 1 plur. καθεῖμεν, later καθήκαμεν, ep. κάθεμεν, 3 plur. Ion. κατῆκαν, conj. καθῶ, inf. καθεῖναι, Ion. κατεῖναι, med. καθείμην, ep. 3 sing. καταείσατο, inf. καθέσθαι, coni. καθῶμαι; aor. pass. ptc. καθείς; perf. καθεῖκα; perf. med.-pass. καθείμαι; fut. καθήσω, med. καθήσομαι act., met acc. neerlaten, naar beneden laten gaan, naar beneden sturen:; κὰδ δὲ πρὸσθ’ ἵππων Διομήδεος ἧκε χαμᾶζε hij liet (zijn bliksem) voor de wagen van Diomedes inslaan in de grond Il. 8.134; οἶνον λαυκανίης καθέηκα ik liet de wijn door mijn keel omlaag stromen Il. 24.642; ἀγκύρας κατῆκαν zij lieten de ankers zakken Hdt. 7.36.2; καθῆκ’ ἐμαυτὸν εἰς ἅλα ik stortte mijzelf in zee Eur. Hel. 1614; τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν muren tot beneden in de zee bouwen Thuc. 5.52.2; van haren:; καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας zij lieten hun haren op hun schouders neergolven Eur. Ba. 695; πώγωνα καθειμένος met een lange baard Plut. Phoc. 10; overdr.:; καθεῖσαν δέλεαρ ἡδύ μοι zij hielden mij een aantrekkelijk lokaas voor Eur. IT 1181; ἐπὶ τὸν Θεσμόπολιν καθῆκε τὸ σκῶμμα hij liet zijn spot op Thermopolis neerkomen Luc. 36.34; naar het vaderland laten terugkeren:. φυγάδας ballingen Xen. Hell. 2.2.20. de competitie in sturen, laten deelnemen:; ἅρματα μὲν ἑπτὰ καθῆκα ik heb zeven wagenspannen laten deelnemen Thuc. 6.16.2; πρώτην διδασκαλίαν τοῦ Σοφοκλέους ἔτι νέου καθέντος toen Sophocles nog als jonge man zijn eerste toneelstuk opvoerde Plut. Cim. 8.8; inzetten, in beweging zetten:; φίλους καὶ ἑταίρους ῥήτορας καθιείς zijn vrienden en partijgenoten als sprekers naar voren schuivend Plut. Per. 7.7; οὐκ οἰκέτην καθῆκεν ἐξαπατήσοντα hij heeft geen dienaar gestuurd om (zijn vader) te misleiden Luc. 80.7.4; pass.: κατίετο... ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα (de expeditie) was op geheel Griekenland gericht Hdt. 7.138.1. intrans. (act. en med.-pass.) neerdalen, neervallen, neerslaan:. περιεχόμενον ὄρεσιν μέχρι πρὸς θάλατταν καθειμένοις omgeven met bergen die tot in de zee afliepen Plat. Criti. 118a; ἔξειμι … μέγας καθιείς ik zal opsteken en neerslaan als een zware storm Aristoph. Eq. 430; δυνατὸν δὲ ἐστιν ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι het is mogelijk dat (het water) van beide kanten naar het midden omlaag stroomt Plat. Phaed. 112e; κ. εἰς γόνυ op de knieën vallen Plut. Ant. 45.3. gaan deelnemen (aan een wedstrijd):. καθιέντων εἰς τοὺς ἀγῶνας van de deelnemers aan de wedstrijden Luc. 42.6.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθίημι: ион. κᾰτίημι (fut. καθήσω, aor. καθῆκα - эп. καθέηκα, pf. καθεῖκα, inf. aor. καθεῖναι, part. καθείς; med.: praes. καθίεμαι, fut. καθήσομαι, aor. καθείμην, pf. καθεῖμαι)
1 посылать (вниз), сбрасывать, свергать (κεραυνὸν χαμᾶζε, ὑψόθεν ἐέρσας Hom.; ὅπλα εἰς ἅλα Eur.);
2 опускать, бросать, забрасывать (ἄγκυραν Her.; δίκτυα Arst.; ὀθόνην ἐπὶ τῆς γῆς NT): σκῶμμα ἐπί τινα κ. Luc. отпустить шутку на чей-л. счет; κ. τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὶ τὴν γῆν Plat. спустить ноги с кровати на землю; κ. τὰς κώπας Thuc. бросить весла, перестать грести; κ. δόρατα (тж. εἰς προσβολήν) Xen. опустить копья для атаки, т. е. взять на изготовку; κ. γνώμας Arph. опускать (в урну, т. е. подавать) голоса;
3 погружать (κοντόν ἐς τὴν λίμνην Her.; τινὰ εἰς ὕπνον Eur.): κ. ἑαυτόν погружаться, опускаться, бросаться (εἰς ἅλα Eur.; εἰς τὸ βαθύ Arst.);
4 лить, выливать: σπονδὰς κ. Eur. совершать возлияния; οἶνον λαυκανίης κ. Hom. проглотить вино;
5 med. пускаться, направляться, идти войной (ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Her.);
6 распускать (κόμας εἰς ὤμους Eur.);
7 отпускать, отращивать (πώγωνα Arph., med. Plut.): καθειμένος βοστρύχους Luc. с ниспадающими кудрями;
8 (sc. ἑαυτόν) спускаться (μέχρι τοῦ μέσου Plat.);
9 опускаться (ἐς γόνυ Plut.);
10 продолжать, протягивать, проводить, доводить: οὐ καθεῖτο τὰ τείχη ὥσπερ νῦν Thuc. стены не были доведены до того места, где они теперь; ὄρη πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Plat. горы, простирающиеся до моря;
11 (вы)пускать на арену, посылать на состязание (ἅρματα ἑπτά Thuc.; ζεύγη Isocr.);
12 представлять на конкурс, ставить на сцену (τὴν πρώτην διδασκαλίαν Plut.);
13 выставлять, выдвигать (πρόφασιν Arph.);
14 (sc. ἑαυτόν) принимать участие, вступать (εἰς ἀγῶνα Plut.; ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc.).

English (Autenrieth)

imp. καθίετε, aor. καθέηκα, 1 pl. κάθεμεν, 3 pl. κάθεσαν: let go down, let down; of lowering sails, Od. 9.72; pouring wine down the throat, Il. 24.642.

English (Strong)

from κατά; and hiemi (to send); to lower: let down.

English (Thayer)

1st aorist καθῆκα; (from Homer on); to send down, let down: εἰς, διά with the genitive of place, ibid. and καθιεμενος let down, ἐπί τῆς γῆς, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Acts 11:5.

Greek Monolingual

καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α)
1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ' ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.)
2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» — άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.)
3. κατεβάζω (α. «καὶ αἴθοπα οἶνον λαυκανίης καθέηκα» — και κατέβασα μαύρο κρασί στο λαρύγγι μου, Ομ. Ιλ.
β. «καὶ ἅμα μὲν λέγων ταῦτα καθεῖκε τὰ σκέλη ἐπὶ τὴν γῆν», Πλάτ.)
4. καταφέρω πλήγμα ή διαπερνώ (α. «καθῆκε ξύλον παιδός ἐς κάρα», Ευρ.
β. «δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος», Ευρ.)
5. προτείνω, ρίχνω στη μέση («τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε», Δημοσθ.)
6. (σε ειδ. σημ.) αποστέλλω, εισάγω σε αγώνα («ἅρματα μὲν ἑπτὰ καθῆκα», Θουκ.)
7. κατέρχομαι βίαια και γρήγορα
8. φθάνω κάπου
9. παθ. καθίεμαι
α) κατέρχομαι, εκτείνομαι προς τα κάτω, κατεβαίνω («καὶ οὐ καθεῖτο τείχη», Θουκ.)
β) κρέμομαι («καθειμένος πώγωνα» — έχοντας κρεμασμένο το μούσι, Πλούτ.)
10. φρ. «τὸ καθειμένον της φωνῆς» — ο χαμηλός τόνος της φωνής, Ηρωδιαν.)
11. (για δραματ. αγώνες) παρουσιάζω, διδάσκω, εμφανίζω επί σκηνής («πρώτην γὰρ διδασκαλίαν τοῦ Σοφοκλέους... καθέντος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἵημι «ρίπτω»].

Greek Monotonic

καθίημι: Ιων. κατ-· μέλ. καθήσω, αόρ. αʹ καθῆκα, Επικ. καθέηκα· παρακ. καθεῖκα·
I. 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω κάτι να πέσει, Λατ. demittere, σε Όμηρ. κ.λπ.· (ἱστία) ἐς νῆας κάθεμεν (αʹ πληθ. αορ. βʹ) κατεβάσαμε, χαμηλώσαμε τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· κ. ἄγκυραν, σε Ηρόδ.· κ. καταπειρητηρίην· καθιέναι, ηχώ, ακούγομαι, σε Πλάτ.· καθῆκε τὰ σκέλη, άφησε κάτω τα πόδια του, λέγεται για κάποιον που είναι ξαπλωμένος, στον ίδ.· κ. δόρυ, κατεβάζω, χαμηλώνω το δόρυ μου, είμαι σε ετοιμότητα, είμαι έτοιμος για επίθεση, σε Ξεν.· κ. τὰς κώπας, αφήνω τα κουπιά, έτσι ώστε να σταματήσω την πορεία του πλοίου, σε Θουκ.· σπανίως χρησιμ. για χτύπημα ή πλήγμα, δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος, σε Ευρ.· γόνυ καθεῖσαν, έπεσαν στα γόνατα, στον ίδ. — Παθ., πέφτω, κρέμομαι, λέγεται για τον μαστό της αγελάδας, σε Ηρόδ.· καθεῖτο τὰ τείχη, τα τείχη παρασύρονταν στο νερό, σε Θουκ.
2. στέλνω, κατεβάζω κάποιον μέσα στο στάδιο, τον φέρνω για να αγωνιστεί, ἅρματα, ζεύγη, στον ίδ.· τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε, προέβαλε αυτό το επιχείρημα, σε Δημ.
3. βάζω, ορίζω σε, Λατ. immittere, σε Λουκ. — Παθ., τίθεμαι σε κίνηση, εκστρατεύω, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς τὴν Ἑλλάδα, σε Ηρόδ.
II. φαινομενικά αμτβ. (ενν. το ἑαυτόν), εφορμώ, κατέρχομαι σαν αέρας σφοδρός, σε Αριστοφ.· λέγεται για ποτάμια, κυλώ, ρέω, έχω καθοδική ροή, σε Πλάτ.· κ. εἰς γόνυ, γονατίζω, κλίνω τα γόνατα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καθίημι: Ἰων. κατίημι: μέλλ. καθήσω: ἀόρ. α΄ καθῆκα, Ἐπικ. καθέηκα: πρκμ. καθεῖκα Λύσιππ. ἐν «Βάκχαις» 1, Δημ. 858. 10· (ἴδε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα ἵημι). Καταπέμπω, ῥίπτω πρὸς τὰ κάτω, ἀφίνω, ἢ κάμνω νὰ πέσῃ τι, κὰδ δὲ κεραυνόν... ἦκε χαμᾶζε Ἰλ. Θ. 134· κατὰ δ’ ὑψόθεν ἦκεν ἐέρσας Λ. 53· οἶνον λαυκανίης καθέηκα, κατεβίβασα τὸν οἶνον εἰς τὸν λάρυγγά μου, Ω. 642· καθίετε ἵππους ἐν δίναις, βυθίσατε αὐτοὺς ἐν τῷ ποταμῷ, ὡς θυσίαν ἐις τὸν ποταμὸν θεόν, Φ. 132· ἱστία ἐς νῆας κάθεμεν, κατεβιβάσαμεν, Ὀδ. Ι. 72· λαῖφος καθήσειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 555· σχοίνῳ σπυρίδα κατ., καταβιβάζω διὰ σχοινίου, Ἡρόδ. 5. 16· σῶμα πύργων καθ. Εὐρ. Τρῳ. 1011· ἐς ταύτην (τὴν λίμνην δηλ.) κοντὸν κατιεῖσι ἐπ’ ἄκρῳ μυρσίνην προσδήσαντες Ἡρόδ. 4. 195· ἐμαυτὸν εἰς ἅλα Εὐρ. Ἑλ. 1613· ὅπλα εἰς ἅλα ἀυτόθι 391· δέλεαρ καθεῖσαν (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄) ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1181· καθ. τι ἐς πῶμα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1034· νάρθηκ’ ἐς πέδον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 706· καθ. σπονδάς, σπένδειν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 60· οὐ δραπέτην τὴν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, δὲν ἔρριψε κλῆρον τοιοῦτον ὥστε ν’ ἀποφύγῃ τὴν μετὰ τοῦ Ἕκτορος μάχην, Σοφ. Αἴ. 1285, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. - κατ. ἄγκυραν Ἡρόδ. 7. 36· τὰ δίκτυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 12: - μὴ δύνασθαι κατιεμένην καταπειρητηρίην ἐς βυσσὸν ἰέναι, νὰ μὴ δύναται ῥιπτομένη βολὶς νὰ φθάσῃ εἰς τὸν πάτον (πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ βάθους), Ἡρόδ. 2. 28· ἐπὶ ὑδάτων, χύνομαι πρὸς τὰ κάτω, Πλάτ. Φαίδ. 112Ε· οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν, διὰ τῆς βολίδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· οὕτως, οἵαν πρόφασιν καθῆκε (ἀστεῖον, παρὰ προσδοκίαν, ὡς εἰ εἶχε κατὰ νοῦν νὰ εἴπῃ, οἷον ἄγκιστρον) Ἀριστοφ. Σφ. 174· λόγους συμβατηρίους καθ., προτείνειν, ῥίπτειν εἰς τὸ μέσον λόγους συμβιβαστικοὺς περὶ εἰρήνης, Δίων Κ. 41. 47· ἐβουλήθησαν πεῖραν καθεῖναι, ἠθέλησαν νὰ κάμωσι δοκιμήν, ἀπόπειραν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 13, π. Ζ. 1. 57: - καὶ πρῶτον μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας, καὶ πρῶτον μὲν ἀφῆκαν τὰ μαλλιὰ των νὰ πέσουν εἰς τοὺς ὤμους των, Εὐρ. Βάκχ. 695, πρβλ. Ι. Τ. 52· τὸν πώγωνά τε ὅταν καθῶμεν, ὅταν ἀφήσωμεν νὰ κρέμωνται κάτω τὰ γένειά μας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 100, πρβλ. Θεσμ. 841· καὶ ἐν τῷ Παθ., καθειμένος τὸν πώγωνα Πλουτ. Φωκ. 10· τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο, εἶχεν ἀφειμένα μακρὰ γένεια, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 11. 10· - καὶ ἅμα λέγων ταῦτα καθεῖκε τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὶ τὴν γῆν, κατεβίβασεν αὐτὰ ἐπὶ τὴν γῆν, ἐπὶ ἀνθρώπου κεκλιμένου ἐπὶ κλίνης, Πλάτ. Φαίδων 61C· παρήγγελτο δὲ τὰ μὲν δόρατα ἐπὶ τὸν δεξιὸν ὦμον ἔχειν ἔως σημαίνοι τῇ σάλπιγγι· ἔπειτα δὲ εἰς προβολὴν καθιέντας, ἕπεσθαι βάδην, καταβιβάσαντες αὐτὰ καὶ ἔχοντες ἕτοιμα πρὸς ἐπίθεσιν, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 25 καθ. τὰς κώπας, καταβιβάζειν αὐτὰς ἐντὸς τοῦ ὕδατος πρὸς ἀναχαίτισιν τῆς ὁρμῆς τοῦ πλοίου, Θουκ. 2. 91· - σπανίως ἐπὶ κτυπημάτος, δι’ ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος Εὐρ. Φοίν. 1413· καθῆκε ξύλον παιδὸς ἐς κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 933. - καθεῖσα πρὸς γαῖαν γόνυ, κλίνασα πρὸς τὴν γῆν τὸ γόνυ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 561· ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν, ἐγονάτισαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 333· - κεὶς ὕπνον καθῆκεν, τὸν ἐβύθισεν εἰς ὕπνον, τὸν ἔκαμε νὰ ἀποκοιμηθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1006· τινὰ εἰς κίνδυνον Διον. Ἁλ. 5. 27· - κακ. τινὰ ἐς λειμώνων χλόην Εὐρ. Ι. Α. 423· εἰς ἀλλοτρίαν καθέντι χώραν στρατόπεδα, ὁδηγήσαντι, μεταβιβάσαντι, ἐπὶ στρατηγοῦ, Πολύβ. 3. 70, 11, πρβλ. 3. 92, 7· καθεὶς ἐνέδρας, τοποθετήσας, στήσας, ὁ αὐτ. 4. 63, 9. - Παθ., κατέρχομαι, ἐπὶ μαστοῦ ζῴου, ἐνταῦθα ἐπὶ τοῦ μαστοῦ τῆς θηλείας ἵππου, Ἡρόδ. 4. 2., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 3· - ὡσαύτως, ἐκτείνομαι κάτω πρὸς τὴν θάλασσαν, ὄρεσι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένοις Πλάτ. Κριτίας 118Α· καὶ οὐ καθεῖτο τὰ τείχη, δὲν κατέβαινον τὰ τείχη (μέχρι τοῦ Στρυμόνος), Θουκ. 4. 103, πρβλ. 5. 52: - ἀλλὰ τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς, χαμηλός, βαθὺς τόνος τῆς φωνῆς, Ἡρῳδιαν. 5. 2. 2) πέμπω ἢ ἄγω εἰς τὸν ἀγῶνα, εἰσάγω εἰς τὸ στάδιον, Λατ. demittere ad certamen, ἅρματα μὲν ἑπτὰ καθῆκα Θουκ. 6. 16· ζεύγη καθῆκε Ἰσοκρ. 353D· πλῆρες, οὐ γὰρ εἰς ἀγῶνα καθείκασιν Πλούτ. 2. 616C, κτλ.· καθ. δράματα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 552· τὴν πρώτην διδασκαλίαν Πλουτ. Κίμ. 8 (πρβλ. κάθεσις)· - οὕτω καί, ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι... γνώμας καθεῖναι (κωμ. ἀντὶ προθεῖναι) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 397· τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε, εἰσήγαγε τοῦτο τὸ ἐπιχείρημα, Δημ. 858. 10· κατὰ τὴν ἀγορὰν καθ. λογοποιοὺς ὁ αὐτ. 704, ἐν τέλ. 3) ἀποτείνω, ἐπὶ τὸν Θεσμόπολιν καθῆκε τὸ σκῶμμα Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 34· πέμπω τι πρός τινα σκοπόν, τἆλλα δὲ φίλους καὶ ῥήτορας ἑτέρους καθιεὶς ἔπραττεν Πλούτ. Περικλ. 7. - Παθ. κατέρχομαι, ἡ στρατηλασίη ἡ βασιλέως... κατίετο ἐς πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 7. 138. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), κατέρχομαι βιαίως ὡς ἄνεμος, ἔξειμι γάρ σοι λαμπρὸς ἤδη καὶ μέγας καθιεὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 430· καθέντες εἰς γόνυ προυβάλοντο τοὺς θυρεούς, κλίναντες ἑαυτοὺς πρὸς τὸ γόνυ προέτειναν τὰς ἀσπίδας, Πλουτ. Ἀντών. 45· καθ. εἰς ἀγῶνα, Λατ. descendere in arenam, ὁ αὐτ. 2. 616I), Λουκ. Ἀλέξ. 6· καθ. ἐς Ρόδον, φθάνω ἐκεῖ, Πολύαιν. 5. 17, 2· - προβλ. συγκαθίημι II. καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 398.

Middle Liddell

ionic κατ- fut. καθήσω aor1 καθῆκα epic καθέηκα perf. καθεῖκα
I. to send down, let fall, Lat. demittere, Hom., etc.; ἱστία ἐς νῆας κάθεμεν (1st pl. aor2) we let down, lowered the sails, Od.; κ. ἄγκυραν Hdt.; κ. καταπειρητηρίην to let down a sounding-line, Hdt.; καθιέναι to sound, Plat.; καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying down, Plat.; κ. δόρυ to let down one's pike, bring it to the rest, Xen.; κ. τὰς κώπας to let down the oars, so as to stop the ship's way, Thuc.:—rarely of striking, δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος Eur.; γόνυ καθεῖσαν sank on their knee, Eur.:— Pass. to come down, of a cow's udder, Hdt.; καθεῖτο τὰ τείχη the walls were carried down to the water, Thuc.
2. to send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη Thuc.; τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε has entered this plea, Dem.
3. to set at, Lat. immittere, Luc.:—Pass. to be put in motion, ἡ στρατηλασίη κατίετο ἐς τὴν Ἑλλάδα Hdt.
II. seemingly intr. (sub. ἑαυτόν), to swoop down like a wind, Ar.; of rivers, to run down, Plat.; κ. εἰς γόνυ to sink on the knee, Plut.

Chinese

原文音譯:kaq⋯hmi 卡特-衣誒米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-讓
字義溯源:降下,放下,使下降,縋,縋下;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(Ἰεχονίας)X*=送)組成;而 (Ἰεχονίας)X出自(εἰμί)X*=行走,去)
出現次數:總共(4);路(1);徒(3)
譯字彙編
1) 縋(3) 路5:19; 徒9:25; 徒10:11;
2) 縋下(1) 徒11:5

Lexicon Thucydideum

demittere, to let down, lower, 2.91.4, 4.48.3,
PASS. 4.100.2,
in certamen, to battle 6.16.2,
murum, wall 5.52.2,
PASS. 4.103.5.