ἰσόπαις

Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A like a child, as of a child, ἰσχύς A.Ag.75 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1265] παιδος, einem Knaben gleich, ἰσχύς Aesch. Ag. 75.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπαις: -δος, ὁ, ἡ, ἰσχὺν ἰσόπαιδα, ἰσχὺν ὁμοίαν τῇ ἰσχύϊ παιδίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 74.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
d’enfant (propr. égal à un enfant).
Étymologie: ἴσος, παῖς.

Greek Monolingual

ἰσόπαις, -δος, ό, ἡ (Α)
όμοιος με παιδί ή με ιδιότητα παιδιού («ἰσχὺν ἰσόπαιδα» — δύναμη όμοια με τη δύναμη παιδιού, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + παῑς].

Greek Monotonic

ἰσόπαις: -δος, ὁ, ἡ, ίσος με παιδί, δηλ. εξίσου αδύνατος, σε Αισχύλ.