θυηπολέω

Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A perform sacrifices, A.Ag.262, E.Tr.330 (lyr.), Pl.R. 364e, Polystr.p.9 W.; θεοῖς E.El.665.    2 trans., sacrifice, γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θ. S.Fr.126, cf. 522, Maiist.13:—Pass., θυηπολεῖται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο is filled with sacrifices by them, E.Heracl. 401.

German (Pape)

[Seite 1222] sich mit Opfern beschäftigen, VLL. περὶ θυσίαν ἀναστρέφεσθαι, opfern, Κρόνῳ, Soph. frg. 132; κατὰ σὸν ἀνάκτορον, Eur. Tr. 330; Plat. Rep. II, 364 e; Sp., wie D. Hal. 2, 67; auch pass., θυηπολεῖται ἄστυ μάντεων ὕπο, in der Stadt wird geopfert, Eur. Heracl. 402; – weissagen, Aesch. Ag. 253.

Greek (Liddell-Scott)

θυηπολέω: εἶμαι θυηπόλος, ἀσχολοῦμαι εἰς θυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 260, Εὐρ. Τρῳ. 330, Πλάτ. Πολ. 364Ε. 2) μεταβ., θυσιάζω, Κρόνῳ θυηπολεῖν βρότειον... γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132, πρβλ. 468∙ - Παθ., θυηπολεῖται δ’ ἄστυ μάντεων ὕπο, πληροῦται θυσιῶν ὑπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἡρακλ. 401, ἴδε Ruhnk ἐν Τιμ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être chargé du soin d’un sacrifice.
Étymologie: θυηπόλος.

Greek Monotonic

θυηπολέω: μέλ. -ήσω,
1. απασχολώ τον εαυτό μου με θυσίες, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. μτβ., θυσιάζω· Παθ., θυηπολεῖται δ' ἄστυ, είναι γεμάτο με θυσίες, στον ίδ.