απασχολώ

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπασχολῶ, -έω)
αποσπώ κάποιον από την κύρια ασχολία του
νεοελλ.
αναθέτω εργασία σε κάποιον
αρχ.
1. παρεμποδίζω
2. επιβάλλω αλλαγή πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ασχολώ < άσχολος < α- στερ. + σχολή «απραξία, αργία»].