καταθυμέω

Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A to be cast down, lose heart, X.HG3.2.7.

German (Pape)

[Seite 1349] den Muth ganz sinken lassen, ganz muthlos u. verzagt sein, Xen. Hell. 3, 2, 27 ὁ δῆμος παντελῶς κατηθύμησε.

Greek (Liddell-Scott)

καταθῡμέω: ὅλως ἀθυμῶ, χάνω ὁλοσχερῶς τὸ θάρρος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre entièrement courage.
Étymologie: κατά, ἀθυμέω.

Greek Monotonic

καταθῡμέω: μέλ. -ήσω, αποθαρρύνομαι εντελώς, χάνω ολότελα το θάρρος μου, σε Ξεν.