ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
επίρρ.
1. εντελώς, καθ' ολοκληρίαν
2. φρ. «απ' το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα» — αν κάποιος δεν μπορεί να επιτύχει το επιθυμητό, πρέπει να αρκείται στο εφικτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολοτελώς, κατά τα επιρρ. σε -α].