ολότελα

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

επίρρ.
1. εντελώς, καθ' ολοκληρίαν
2. φρ. «απ' το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα» — αν κάποιος δεν μπορεί να επιτύχει το επιθυμητό, πρέπει να αρκείται στο εφικτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολοτελώς, κατά τα επιρρ. σε -α].