καλλιπόταμος

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Flüssen, ὕδατος νοτίς, das schöne Flußnaß, Eur. Phoen. 648.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπότᾰμος: -ον, ἐκ καλῶν ποταμῶν, καλλιπόταμος ὕδατος νοτὶς Εὐρ. Φοίν. 645.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un beau fleuve.
Étymologie: καλός, ποταμός.

Greek Monolingual

καλλιπόταμος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.).

Greek Monotonic

καλλιπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει εύσχημα και καλλίρροα ποτάμια, σε Ευρ.