νοτίς

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτίς Medium diacritics: νοτίς Low diacritics: νοτίς Capitals: ΝΟΤΙΣ
Transliteration A: notís Transliteration B: notis Transliteration C: notis Beta Code: noti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, moisture, A.Fr.481, E.Ph.646 (lyr.), Pl.Ti.60d, Thphr.CP 5.6.1, etc.; ποντία νοτίς E.Hec.1259; of perspiration, Arist.Pr.866a21, Gal.10.541.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
humidité.
Étymologie: νότος.

German (Pape)

ίδος, ἡ, Feuchtigkeit, Nässe; ποντία νοτίς, Eur. Hec. 1259; καλλιπόταμος ὕδατος νοτίς, Phoen. 649, öfter; auch ταχεῖα νοτὶς διώκει μ' ὀμμάτων, I.A. 684; Alexis bei Ath. IX.383e; sp.D., πορφυρέα πόντου, Anyte 12 (VII.215); λιπαρὴ πεύκης, Pech, Bian. 9 (XI.248); und in Prosa, Plat. Tim. 60d, und öfter in diesem Dialog, wie Tim.Locr. 101d, und einzeln bei Sp.

Russian (Dvoretsky)

νοτίς: ίδος (ῐδ) ἡ влага, вода (ποντία Eur.; κρυσταλλοειδής Plut.): ν. ὀμμάτων Eur. слезы; πεύκης ν. Anth. сосновая смола.

Greek (Liddell-Scott)

νοτίς: -ίδος, ἡ, (νότος) ὑγρασία, ὑγρότης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 403, Εὐρ. Ἑκ. 1259, Φοίν. 646, Πλάτ. Τίμ. 60D, κτλ.· ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3.

Greek Monolingual

νοτίς, -ίδος, ἡ (Α)
υγρασία.
[Ετυμολογία: < νότος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρτίς)].

Greek Monotonic

νοτίς: -ίδος, ἡ (νότος), υγρασία, υγρότητα, σε Ευρ.

Middle Liddell

νοτίς, ίδος, ἡ, νότος
moisture, wet, Eur.

English (Woodhouse)

moisture, spring, weeping, flood of tears, shower of tears, stream of tears, tears

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)