κατολολύζω

Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A shriek over, θύματος A.Ag.1118 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1403] (s. ὀλολύζω), aufseufzen wobei; κατολολυξάτω θύματος, bei dem Opfer, Aesch. Ag. 1089.

Greek (Liddell-Scott)

κατολολύζω: ὀλολύζω ἐπί τινος, ἐκφέρω λυπηρὰς κραυγάς, κατολολυξάτω θύματος, κατὰ τὴν θυσίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118.

French (Bailly abrégé)

pousser un cri de triomphe sur ou au sujet de, gén..
Étymologie: κατά, ὀλολύζω.

Greek Monolingual

κατολολύζω (Α)
βγάζω θρηνητικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλολύζω «βγάζω δυνατές κραυγές»].

Greek Monotonic

κατολολύζω: μέλ. -ξω, βγάζω λυπητερές κραυγές για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.