κατολολύζω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
shriek over, θύματος A.Ag.1118 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1403] (s. ὀλολύζω), aufseufzen wobei; κατολολυξάτω θύματος, bei dem Opfer, Aesch. Ag. 1089.
French (Bailly abrégé)
pousser un cri de triomphe sur ou pousser un cri de triomphe au sujet de, gén..
Étymologie: κατά, ὀλολύζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ολολύζω bejubelen, met gen.
Russian (Dvoretsky)
κατολολύζω: сопровождать криком, восклицать: κατολολυξάτω θύματος Aesch. (Эринии), издайте (ликующий) возглас над жертвой.
Greek Monolingual
κατολολύζω (Α)
βγάζω θρηνητικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλολύζω «βγάζω δυνατές κραυγές»].
Greek Monotonic
κατολολύζω: μέλ. -ξω, βγάζω λυπητερές κραυγές για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κατολολύζω: ὀλολύζω ἐπί τινος, ἐκφέρω λυπηρὰς κραυγάς, κατολολυξάτω θύματος, κατὰ τὴν θυσίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118.