A v. κοτέω. κεκράανται, κεκράαντο, v. κραίνω.
κεκοτηώς: ἴδε ἐν λέξ. κοτέω.
part. pf. (au sens d’un prés.) de κοτέω.
see κοτέω.
κεκοτηώς: Επικ. μτχ. παρακ. του κοτέω.