κοιν-άσας, Dor. for κοινώς-;
A v. κοινόω.
κοινάσομαι: κοινάσας, Δωρ. ἀντὶ κοινώσ-· ἴδε ἐν λ. κοινόω.
κοινάσομαι: κοινάσας, Δωρ. αντί κοινώσ-.