κοινόω
English (LSJ)
A fut. κοινώσω A.Ch.673: aor. ἐκοίνωσα Th.8.48, Pl.Lg. 889d; Dor. ἐκοίνᾱσα Pi.P.4.115:—Med., fut. κοινώσομαι Id.N.3.12 codd. (leg. κοινάσομαι (Dor.)), E.Med. 499: aor. ἐκοινωσάμην A.Ag.1347, Is.11.50, etc.:—Pass., aor. ἐκοινώθην E.Andr.38, Pl.Ti.59b: pf. κεκοίνωμαι (in med. sense) E.Fr.493:—communicate, impart information, κ. τινί τι A.Ch.717 (in 673 an acc. must be supplied), E.Med. 685, Ar.Nu.197, Th.4.4, etc.; μῦθον ἔς τινας E.IA44 (anap.); κ. τινὶ περί τινος A.Supp.369; νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν having imparted their journey to night alone (i.e. travelling by night without consulting any one), Pi.P.l.c.
2 make common, share, κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Th.1.39, cf. Pl.Lg.l.c.; v.l. for ἐκοινώνησε in Arist.Pol.1264a1:—in Med., κοινάσομαι [ὕμνον] λύρᾳ Pi.N.l.c.: aor. Med. in act. sense, Hp.Jusj.; κ. τὴν οὐσίαν τῇ τοῦ παιδός unite one to the other, Is.l.c.
3 make common, defile, τὸν ἄνθρωπον Ev.Matt.15.11; γαστέρα μιαροφαγίᾳ LXX 4 Ma.7.6:—Med., deem profane, Act.Ap.10.15.
II Med., c. acc., undertake together, make common cause in, βουλεύματα A.Ag.1347; κοινούμεθα… ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον Pl.La.196c; τὸ πρᾶγμα D.32.30; κοινουμένη τὰς ξυμφοράς σοι E.Ion608, cf. 858; κοινοῦσθαι τὸν στόλον Th. 8.8; τὴν τύχην X.Vect.4.32.
2 take counsel with, consult, esp. an oracle or god, X.An.6.2.15, v.l. in HG7.1.27: generally, πρός τινας Pl.Lg.930c; περὶ πάντων ἑαυτοῖς Plb.7.16.3; τοῖς ἰατροῖς περί τινων Gal.Consuet.5; τοῖς φίλοις περὶ τὸ πρακτέον Hdn.7.8.1; ὧν ἄν τις κοινώσαιτο δόξαις agree with, Arist.Metaph.993b12: abs., οὔτ' ἠθέλησας οὔτ' ἐγὼ 'κοινωσάμην S.Ant.539; simply, communicate, τὰ κατ' ἐμὲ τῇ βουλῇ Alciphr.3.72; μηδὲν τῇ γυναικὶ χρήσιμον Men.Mon. 361.
3 c.gen., to be partner or be partaker, τινος of a thing, E.Ph. 1709, Cyc.634, Lys.12.93, etc.; τινί τινος with one in... E.Andr. 933.
4 come to terms, μοι Pl.Smp. 218e.
III Pass., have communication with, λέχει E.Andr.38, cf. 217: metaph., ἀλλήλοις Pl.Lg.673d; ξανθῷ χρώματι κοινωθέν, i.e. tinged with yellow, Id.Ti. 59b.
German (Pape)
[Seite 1469] 11 gemein machen, Einem Etwas mitteilen, Einen theilnehmen lassen; κοίνωσον μῦθον ἐς ἡμᾶς Eur. I. A. 44; χρῆν κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Thuc. 1, 39; Plat. Legg. X, 889 d; – Einem Etwas mitteilen, ihn davon in Kenntniß setzen; ταῦτα τοῖς κρατοῦσι δωμάτων κοινώσομεν Aesch. Ch. 700; Suppl. 364; τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω Eur. Med. 685; ἵνα αὐτοῖσι κοινώσω τι πραγμάτιον ἐμόν Ar. Nubb. 198; auch in Prosa, Thuc. 2, 73 u. A. – Im N.T. gemein machen, verunreinigen, auch bei Ios. – 2) Med., auch mit aor. pass.; – a) an Etwas Teil nehmen, Etwas gemeinschaftlich haben; ἐπεὶ προθυμεῖ τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς Eur. Phoen. 1709, vgl. Cycl. 634; auch δούλην ἀνέξει σοὶ λέχους κοινουμένην, Andr. 933, vgl. 38. 216; – κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι, mit der Farbe verbunden, vermischt, Plat. Tim. 59 b; ἵνα δοκῇ πάντα μετ' ἐκείνου κοινοῦσθαι, Alles mit ihm zu teilen, Thuc. 8, 48. – b) Einem Etwas mitteilen, bes. um ihn darüber zu Rate zu ziehen, Einen befragen; Aesch. Ag. 1320; Soph. Ant. 535; Plat. Lach. 196 c; πρός τινα, Legg. XI, 930 c; einen Gott befragen, τῷ θεῷ, Xen. An. 5, 10, 15, vgl. 5, 6, 27; κοινωσάμενον περὶ πάντων ἑα υτοῖς Pol. 7, 16, 3; Sp. – Vgl. oben die dor. Form κοινάω u. das Comp. ἀνακοινόω.
French (Bailly abrégé)
κοινῶ :
f. κοινώσω, ao. ἐκοίνωσα, pf. inus.
communiquer, càd :
1 rendre commun à, communiquer à ; mettre en commun : τι, qch;
2 communiquer, faire savoir : τί τινι, τι ἔς τινα, qch à qqn;
3 mettre en communication, unir ; Pass. être uni, s'unir à;
Moy. κοινόομαι, κοινοῦμαι (f. κοινώσομαι, ao. ἐκοινωσάμην, ao. Pass. ἐκοινώθην);
1 communiquer, càd mettre en commun : τι, se communiquer qch l'un à l'autre;
2 prendre une part de, entrer en communauté ou en participation de : τι, τινος, de qch ; τινί τινος, τι μετά τινος, de qch avec qqn;
3 entrer en communication avec, prendre conseil de : τῷ θεῷ XÉN consulter la divinité;
NT: rendre impur, profaner ; déclarer impur.
Étymologie: κοινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινόω [κοινός] Dor. fut. κοινάσομαι; Dor. ptc. aor. κοινάσας act. met acc. gemeenschappelijk maken, laten delen:; κοινώσαντες τὴν δύναμιν de macht delen Thuc. 1.39.3; pass. met dat.: οὐχ ἑκοῦσα τῷδ’ ἐκοινώθην λέχει tegen mijn wil deed men mij dit bed delen Eur. Andr. 38. mededelen:. ταῦτα τοῖς κρατοῦσι … κοινώσομεν wij zullen dat meedelen aan de machthebbers Aeschl. Ch. 717; ἀστοῖς … τῶνδε κοινώσας πέρι na hierover aan de burgers mededeling te hebben gedaan Aeschl. Suppl. 369. vermengen, pass.:; ξανθῷ χρώματι κοινωθέν gemengd met een gele kleur Plat. Tim. 59b; onrein maken:; τὰ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενά ἐστιν τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον wat uit de mens naar buiten komt is wat hem onrein maakt NT Marc. 7.15; ptc. pass. subst.. οἱ κεκοινωμένοι de onreinen NT Hebr. 9.13. med. gemeenschappelijk hebben, delen in, met gen. en dat.: δούλην... σοι λέχους κοινουμένην een slavin die met jou het bed deelt Eur. Andr. 933. gezamenlijk doen, delen, met acc.:; κοινούμεθα γὰρ ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον want Laches en ik voeren de discussie gezamenlijk Plat. Lach. 196c; deelnemen aan:; κοινοῦσθαι τὸν στόλον aan de expeditie deelnemen Thuc. 8.8.1; ook met gen.: τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς te delen in deze verbanning Eur. Phoen. 1709. raadplegen:. κοινοῦσθαι πότερα λῷον καὶ ἄμεινον εἴη στρατεύεσθαι (de godheid) raadplegen of het voordeliger en beter was een veldtocht te ondernemen Xen. An. 6.2.15.
Russian (Dvoretsky)
κοινόω: (дор. fut. med. κοινάσομαι с ᾱ)
1 сообщать (μῦθον ἔς τινα Eur.; ἀστοῖς πᾶσι περὶ τῶνδε Aesch.);
2 делать общим: τῇ φύσει κ. τὴν (αὑτοῦ) δύναμιν Plat. действовать заодно с природой; κοινοῦσθαι λέχει τινί Eur. разделять ложе с кем-л.; κοινούμεθα γὰρ ἐγώ τε καὶ Λάχης λόγον Plat. ведь мы с Лахетом задаем (этот) вопрос сообща; κοινωσαίμεθ᾽ ἂν βουλεύματα Aesch. (давайте) обменяемся мнениями; κοινοῦσθαι τὸν στόλον ἐς τὴν Χίον Thuc. участвовать в Хиосском походе;
3 приобщать или примешивать, придавать; κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι Plat. приняв(ший) желтый цвет;
4 советоваться, спрашивать мнение (τῷ θεῷ Xen.; πρός τινα Plat.);
5 общаться, находиться в общении (ἀλλήλοις Plat.);
6 делать нечистым, осквернять (ἄνθρωπον NT);
7 считать нечистым (τι NT).
English (Strong)
from κοινός; to make (or consider) profane (ceremonially): call common, defile, pollute, unclean.
English (Thayer)
κοινῷ; 1st aorist infinitive κοινῶσαι (cf. Winer's Grammar, 91 (86)); perfect κεκοίνωκα; perfect passive participle κεκοινωμενος; (κοινός);
1. in classical Greek to make common.
2. in Biblical use (see κοινός, 2), a. to make (levitically) unclean, render unhallowed, defile, profane (which the Greeks express by βεβηλόω, cf. Winer's De verb. comp. etc. Part ii., p. 24note 33 (where he calls attention to Luke's accuracy in putting κοινοῦν into the mouth of Jews speaking to Jews (βεβηλοῦν when they address Felix (xxiv. 6))): τί, γαστέρα μαροφαγια, to declare or count unclean: δικαιόω, 3.
Greek Monotonic
κοινόω: μέλ. κοινώσω, αόρ. αʹ ἐκοίνωσα — Μέσ., μέλ. κοινώσομαι, Δωρ. -άσομαι, αόρ. αʹ ἐκοινωσάμην — Παθ., αόρ. αʹ ἐκοινώθην·
I. 1. καθιστώ κοινό, φέρνω σε επικοινωνία, κοινοποιώ κάτι, γνωστοποιώ, κοινολογώ, κ. τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· τι ἔς τινα, σε Ευρ.
2. κάνω κάτι κοινό και συνηθισμένο, μολύνω, μιαίνω, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., θεωρώ ή κηρύττω ως ακάθαρτο, βέβηλο, στο ίδ. II. 1. α) Μέσ., κοινολογώ το ένα με το άλλο, σε Αισχύλ., Σοφ. β) ενεργώ ώστε να ανακοινωθεί, τί τινι, σε Πλάτ.
2. συμβουλεύομαι, τινι, σε Ξεν.
3. είμαι συμμέτοχος ή συγκοινωνός, τινος, κάποιου πράγματος, σε Ευρ.
4. με αιτ. πράγμ., παίρνω μέρος ή έχω μερίδιο σε, στον ίδ., Θουκ.
III. Παθ., έχω κοινωνία με, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόω: μέλλ. κοινώσω Αἰσχύλ. Χο. 673· ἀόρ. ἐκοίνωσα Θουκ., Πλάτ., Δωρ. ἐκοίνᾱσα (ἴδε κατωτ.)· ― Μέσ., μέλλ. κοινώσομαι Εὐρ., Δωρ. -άσομαι Πινδ. Ν. 3. 19 πρβλ. (κοινάν, ξυνάν)· ἀόρ. ἐκοινωσάμην Τραγ., Ξεν., κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ἐκοινώθην Εὐρ., Πλάτ.· πρκμ. κεκοίνωμαι (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασίᾳ) Εὐρ. Ἀποσπ. 496· (κοινός.) Κάμνω τι κοινόν, μεταδίδω, ποιῶ τι κοινὸν εἰς ἄλλον, 1) ὅπως λάβω τὴν συμβουλὴν ἢ γνώμην του, κ. τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 717 (ἐν στίχ. 673 δέον νὰ νοηθῇ αἰτ. τις) Εὐρ. Μήδ. 685, Ἀριστοφ. Νεφ. 197, κτλ.· ὡσαύτως τι ἔς τινα, Εὐρ. Ι. Α. 44· καὶ κ. τινὶ περί τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 369, πρβλ. Arnold Θουκ. 8. 48· νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν, κοινοποιήσαντες τὸ ταξείδιόν των μόνον εἰς τὴν νύκτα (δηλ. ὁδοιποροῦντες διὰ νυκτὸς χωρὶς νὰ συμβουλευθῶσί τινα), Πινδ. Π. 4. 204. 2) ὅπως καταστήσω τινὰ μέτοχόν τινος, κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Θουκ. 1. 39, πρβλ. 4. 4, Πλάτ. Νόμ. 889D· τὰ περὶ τὰς κτήσεις... τοῖς συσσιτίοις ὁ νομοθέτης ἐκοίνωσεν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 15· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κοινάσομαι ὕμνον λύρᾳ (ὡς ὁ Ὁράτ. commissi calores fidibus), Πινδ. Ν. 3. 19· ὡσαύτως μέσ. ἀόρ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἱππ. Ὅρκ. 1. κ. τὴν οὐσίαν τῇ τοῦ παιδός, ἑνῶσαι τὴν μίαν μετὰ τῆς ἄλλης, Ἰσαῖ. 89. 25. 3) καθιστῶ κοινόν, μιαίνω, μολύνω, Ἀποκάλ. κα΄, 27. ― Μέσ., θεωρῶ ἢ κηρύττω ὡς ἀκάθαρτον ἢ βέβηλον, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 15· πρβλ. κοινὸς VII. II. Μέσ., κοινολογοῦμαί τινί τι, βουλεύματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1347· κοινούμεθα... ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον Πλάτ. Λάχ. 196C· τὸ πρᾶγμα Δημ. 890. 13· ἀπόλ., οὔτ’ ἠθέλησας, οὔτ’ ἐγὼ’κοινωσάμην Σοφ. Ἀντ. 539. β) ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἀνακοινωθῇ, τινί τι Πλάτ. Συμπ. 218Ε, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 351· τι πρός τινα Πλάτ. Νόμ. 930C· 2) συμβουλεύομαι, τῷ θεῷ Ξεν. Ἀν. 5. 10, 15, Ἑλλ. 7. 1, 27· κοινώσασθαι ἑαυτοῖς περί τινος Πολύβ. 7. 16, 3, κτλ.· ― ὡσαύτως κ. τινι, συμφωνῶ μετά τινος, Ἀριστ. Μεταφ. 1 (min.) 1, 3. 3) εἶμαι μέτοχος, τινος Εὐρ. Φοίν. 1709, Κύκλ. 634, Λυσίας 128. 42· τινί τινος, μετά τινος εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 933. 4) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω μέρος ἢ μερίδιον ἔν τινι, συμμετέχω, κοινοῦσθαι τὰς ξυμφορὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 608, πρβλ. 858· οὕτω, κοινοῦσθαι τὸν στόλον Θουκ. 8. 8· τὴν τύχην Ξεν. Πόρ. 4, 32. ΙΙΙ. Παθ., ἔχω κοινωνίαν μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Εὐρ. Ἀνδρ. 38. 217· ἀλλήλοις Πλάτ. Νόμ. 673D· ὡσαύτως, κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι, δηλ. βαφεὶς κίτρινος, Πλάτ. Τίμ. 59Β.
Middle Liddell
I. to make common, communicate, impart a thing to another, κ. τί τινι Aesch., Eur., etc.; τι ἔς τινα Eur.
2. to make common, to defile, profane, NTest.: —Mid. to deem or pronounce profane, NTest.
II. Mid. to communicate one to another, Aesch., Soph.
b. to cause to be communicated, τί τινι Plat.
2. to take counsel with, τινι Xen.
3. to be partner or partaker, τινος of a thing, Eur.
4. c. acc. rei, to take part or share in, Eur., Thuc.
III. Pass. to have intercourse with, Eur.
Chinese
原文音譯:koinÒw 虧揶哦
詞類次數:動詞(15)
原文字根:(使成為)共有 相當於: (טָמֵא / טָמְאָה) (טֻמְאָה)
字義溯源:玷污,認為不潔淨,不潔的,不潔淨的,當作俗物,污穢;源自(κοινός)*=公用)。
同義字:1) (κοινόω)玷污 2) (μιαίνω)染污 3) (μολύνω)污損 4) (σπιλόω)玷污
出現次數:總共(15);太(5);可(5);徒(3);來(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 污穢(7) 太15:11; 太15:11; 太15:18; 太15:20; 可7:15; 可7:18; 徒21:28;
2) 能污穢(3) 可7:15; 可7:20; 可7:23;
3) 當作俗物(2) 徒10:15; 徒11:9;
4) 污穢⋯的(1) 太15:20;
5) 不潔淨的(1) 啓21:27;
6) 不潔的人(1) 來9:13
Lexicon Thucydideum
impertire, to share with, impart to, 1.39.3,
communicare, to share with (nuncium, consilium news, plan) cum aliquo, with someone, 2.72.2, 2.73.1, 3.95.2, 4.4.1, 5.38.2, 5.60.1, 8.48.3, [boni codd. Bekk. Goell. Arnold good manuscripts Bekker Goeller Arnold edition ἐκοινώνησαν].
MED. communiter agere, to act in concert, 8.8.1, [vulgo commonly ἐκοινωνοῦντο] 8.50.3, [hoc vulgo abest; ex Vat. Bekk. et Goell. addiderunt this commonly absent; Bekker and Goeller added from Vatican]. 8.82.3.