κρύφω

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

late form of κρύπτω, only impf., Q.S.1.393, AP7.700 (Diod.), Nonn.D.7.45, al.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφω: ῠ, μεταγν. τύπος τοῦ κρύπτω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 1. 393, Ἀνθ. Π. 7. 700, Νόνν.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 318.

Greek Monolingual

κρύφω (Α)
βλ. κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κρύπτω < θ. κρυφ- (πρβλ. παρακμ. κέ-κρυφ-α)].

Greek Monotonic

κρύφω: [ῠ], μεταγεν. τύπος του κρύπτω, σε Ανθ.