κοσκυλμάτια
English (LSJ)
ων, τά,
A cuttings of leather: Com., of the scraps of flattery offered by the tanner Cleon to his patron Δῆμος, Ar.Eq.49, cf. Sch.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκυλμάτια: -ων, τά, ἀποκόμματα ἄχρηστα δερμάτων· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 49, κωμικῶς ἐπὶ τῶν ἀποκομμάτων κολακείας, τὰ ὁποῖα προσέφερεν ὁ βυρσοδέψης Κλέων εἰς τὸν προστάτην αὐτοῦ Δῆμον. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ, σκύλλω, πρβλ. λατ. qui-squil-iae).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
rognures de cuir ; vétilles, niaiseries.
Étymologie: σκύλλω.
Greek Monotonic
κοσκυλμάτια: -ων, τά, κομματάκια δέρματος· στον Αριστοφ., λέγεται για τα υπολείμματα κολακείας που προσέφερε ο βυρσοδέψης Κλέωνας στον προστάτη του Δήμου.