βυρσοδέψης
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
βυρσοδέψου, ὁ, (δέψω) tanner, Ar.Eq. 44, Pl.Smp. 221e, Herod.6.88, PPetr.3p.78 (iii B. C.), Artem.2.20.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [ac. βυρσοδεψῆ Sch.Pl.Grg.517e]
curtidor Ar.Eq.44, Pl.Smp.221e, Herod.6.88, PPetr.2.32.1.3 (III a.C.), D.Chr.7.117, Gal.12.922, 925, Artem.2.20, Sch.Pl.l.c., τέλος βυρσοδεψῶν n. de impuesto profesional que gravaba a los curtidores PYoutie 55.25, 58.2 (ambos III d.C.)
•crist. alegóricamente aplicado a Dios que cubrió la desnudez de Adán y Eva, Epiph.Const.Haer.64.63.5, Anc.62.
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, der Gerber, Ar. Equ. 44; Plat. Conv. 221 e.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
corroyeur, tanneur.
Étymologie: βύρσα, δέψω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βυρσοδέψης -ου, ὁ βύρσα, δέψω leerlooier.
Russian (Dvoretsky)
βυρσοδέψης: ου ὁ кожевник, дубильщик Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοδέψης: -ου, ὁ, (δέψω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 44, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6665.
Greek Monolingual
ο (AM βυρσοδέψης)
τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα
νεοελλ.
ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -δέψης < δέφω «τρίβω, μαλακώνω»].
Greek Monotonic
βυρσοδέψης: -ου, ὁ (δέψω), κατεργαστής δερμάτων, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κατεργάζεται τά δέρματα). Σύνθετο ἀπό: βύρσα + δέψω (=κατεργάζομαι).