λέκτο

Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. λέγω (B), λέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λέκτο: ἴδε λέγω Α, Β.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 Moy. épq. de λέγω¹;
3ᵉ sg. ao.2 Moy. épq. de λέγω².

English (Autenrieth)

see λέγω.

Greek Monotonic

λέκτο:1. γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του λέγω (Α).
2. Μέσ. αόρ. βʹ του λέγω (Β).