ἀποσκέπτομαι
English (LSJ)
not found in pres. (v. ἀποσκοπέὠ,) fut. ἀποσκέψομαι. aor. ἀπεσκεψάμην:—
A examine, Plu.3.582d, ἔς τι Hp.Mul.1.11.
not found in pres. (v. ἀποσκοπέὠ,) fut. ἀποσκέψομαι. aor. ἀπεσκεψάμην:—
A examine, Plu.3.582d, ἔς τι Hp.Mul.1.11.