ἀποσκέπτομαι
English (LSJ)
not found in pres. (v. ἀποσκοπέὠ,) fut. ἀποσκέψομαι. aor. ἀπεσκεψάμην:—examine, Plu.3.582d, ἔς τι Hp.Mul.1.11.
Spanish (DGE)
1 atender, tener en cuenta c. ἐς y ac. ἐς τὴν χροιήν Hp.Mul.1.11, ἐς τὴν δύναμιν τοῦ σώματος Hp.Mul.2.110, ἐς τὸ οὖλον σῶμα Hp.Mul.1.16, 66, cf. 2.133 (p.284).
2 c. ac. observar, estudiar τοὺς εἰσιόντας οἵτινές εἰσιν Plu.2.582d.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
fut. ἀποσκέψομαι;
observer de loin ou d'en haut ; observer, examiner, acc..
Étymologie: ἀπό, σκέπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκέπτομαι: ἄχρ. ἀποθ., ἐξ οὗ τὸ ἀποσκέψομαι μέλλ. τοῦ ἀποσκοπέω: ― ῥηματ. ἐπίθ. ἀποσκεπτέον, πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκέπτομαι: Plut., только fut. = ἀποσκοπέω.