μακρόχειρ

Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A longarmed, name of Artaxerxes I, Str.15.3.21, Plu.Art.1; of athletes, Philostr.Gym.31,34.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, ὄνομα Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... μακρόχειρ ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
aux longues mains.
Étymologie: μακρός, χείρ.

Greek Monotonic

μακρόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.