μακρόχειρ
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, long-armed, name of Artaxerxes I, Str.15.3.21, Plu.Art.1; of athletes, Philostr.Gym.31,34.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
aux longues mains.
Étymologie: μακρός, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
μακρόχειρ: χειρος adj. долгорукий (прозвище Артаксеркса I, сына Ксеркса I) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, ὄνομα Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... μακρόχειρ ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1.
Greek Monotonic
μακρόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.
Middle Liddell
long-armed, Lat. longimanus, name of Artaxerxes I. Strab., Plut.