μακών

Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. μηκάομαι. μάκων [ᾱ], μᾱκώνειον, μᾱκωνίς, v. μηκ-.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκών: ἀρχαία ποιητ. μετοχ. τοῦ ἀορ. τοῦ μηκάομαι (ὃ ἴδε), Ὅμηρ.· - «μακών· βοήσας» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 de μηκάομαι.

English (Autenrieth)

see μηκάομαι.

Greek Monotonic

μᾰκών: ποιητ. μτχ. αόρ. βʹ του μηκάομαι.