μακών

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκών Medium diacritics: μακών Low diacritics: μακών Capitals: ΜΑΚΩΝ
Transliteration A: makṓn Transliteration B: makōn Transliteration C: makon Beta Code: makw/n

English (LSJ)

v. μηκάομαι. μάκων [ᾱ], μᾱκώνειον, μᾱκωνίς, v. μηκ-.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 de μηκάομαι.

German (Pape)

part. aor. zu μηκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκών: эп. part. aor. 2 к μηκάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκών: ἀρχαία ποιητ. μετοχ. τοῦ ἀορ. τοῦ μηκάομαι (ὃ ἴδε), Ὅμηρ.· - «μακών· βοήσας» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

see μηκάομαι.

Greek Monotonic

μᾰκών: ποιητ. μτχ. αόρ. βʹ του μηκάομαι.