μαστιχάω

Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A gnash the teeth, Ep. dat. part. μαστιχόωντι Hes.Sc. 389:—Med., gloss on μασταρίζειν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαστῐχάω: (μάσταξ;) τρίζω τοὺς ὀδόντας, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389, Ἐπ. δοτ. μετοχ. μαστιχόωντι ἀντὶ μαστιχῶντι· πρβλ. μασταρύζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μάσταξ.

Greek Monotonic

μαστῐχάω: (μάσταξ;), τρίζω τα δόντια μου, Επικ. μτχ. μαστιχόων, σε Ησίοδ.