μαστιχάω
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
gnash the teeth, Ep. dat. part. μαστιχόωντι Hes.Sc. 389:—Med., Glossaria on μασταρίζειν, Hsch.
French (Bailly abrégé)
μαστιχῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μάσταξ.
German (Pape)
mit den Zähnen knirschen, wie Hes. Sc. 389, μαστιχόωντι. Die Gramm. erkl. es durch μασταρύζω. Vgl. μάσταξ, mastico.
Russian (Dvoretsky)
μαστῐχάω: (только part. praes. μαστιχόων) скрежетать зубами (Hes. - v.l. μαστάζω и μαστιόω).
Greek (Liddell-Scott)
μαστῐχάω: (μάσταξ;) τρίζω τοὺς ὀδόντας, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389, Ἐπ. δοτ. μετοχ. μαστιχόωντι ἀντὶ μαστιχῶντι· πρβλ. μασταρύζω.
Greek Monotonic
μαστῐχάω: (μάσταξ;), τρίζω τα δόντια μου, Επικ. μτχ. μαστιχόων, σε Ησίοδ.
Frisk Etymological English
See also: s. μάσταξ
Middle Liddell
μαστῐχάω, [μαστάξ?]
to gnash the teeth, epic part. μαστιχόων, Hes.