[Seite 92] ἡ, dor. = μῆνις, Pind.
μᾶνις: Δωρ. ἀντὶ τοῦ μῆνις, Πίνδ.
μᾱνις 1 resentment “δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων” (P. 4.159)
μᾱνις, ἡ (Α)(δωρ. τ.) βλ. μήνις.
μᾶνις: Δωρ. αντί μῆνις.