μελίστακτος

Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, = foreg. 2,

   A Μοῦσαι AP4.1.33 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 124] dasselbe, Μοῦσαι, Mel. 1, 31 (IV, 1).

Greek Monolingual

μελίστακτος, -ον (Μ)
μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό-στακτος].

Greek Monotonic

μελίστακτος: -ον, το προηγ., σε Ανθ.