λυχνόπολις

Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A city of lamps, Luc.VH1.29.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνόπολις: ἡ, πόλις λύχνων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29.

Greek Monolingual

λυχνόπολις, -όλεως, ή (Α)
ως κύριο όν. ἡ Λυχνόπολις
η πόλη τών λύχνων.

Greek Monotonic

λυχνόπολις: ἡ, η πόλη των φαναριών, σε Λουκ.