λυχνόπολις
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
English (LSJ)
-εως, ἡ, city of lamps, Luc.VH1.29.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνόπολις: ἡ, πόλις λύχνων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29.
Greek Monolingual
λυχνόπολις, -όλεως, ή (Α)
ως κύριο όν. ἡ Λυχνόπολις
η πόλη τών λύχνων.
Greek Monotonic
λυχνόπολις: ἡ, η πόλη των φαναριών, σε Λουκ.
Middle Liddell
λυχνό-πολις, ιος
city of lamps, Luc.
German (Pape)
ἡ, Leuchterstadt, Luc. V.H. 1.29.