νεοτευχής

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ές, = foreg.,

   A δίφροι Il.5.194; μοῦσα Tim.Pers.216; κισσύβιον Theoc.1.28.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = Vorigem; δίφροι, Il. 5, 194; sp. D., wie Theocr. 1, 28; οἰκία, Crinag. ep. (IX, 560).

Greek (Liddell-Scott)

νεοτευχής: -ές, = τῷ προηγ., δίφροι Ἰλ. Ε. 194, πρβλ. Θεόκρ 1. 28.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεότευκτος.

English (Autenrieth)

ές (τεύχω): newly made, Il. 5.194†.

Greek Monolingual

νεοτευχής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) νεότευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεο-τευχής].

Greek Monotonic

νεοτευχής: -ές (τεύχω), όπως το νεότευκτος, πρόσφατα κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.