τεῦχος

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεῦχος Medium diacritics: τεῦχος Low diacritics: τεύχος Capitals: ΤΕΥΧΟΣ
Transliteration A: teûchos Transliteration B: teuchos Transliteration C: teychos Beta Code: teu=xos

English (LSJ)

εος, τό, (τεύχω) prop.
A tool, implement:—but mostly in plural τεύχεα,
I implements of war, armour, arms, freq. in Ep.; more precisely, ἀρήϊα τεύχεα, πολεμήϊα τ., Il.14.381, 7.193; χρύσεια, χαλκήρεα, 10.439, 15.544; ποικίλα, αἰόλα παμφανόωντα, μαρμαίροντα, 3.327, 5.295, 18.617; always of a warrior's whole armour, harness, ἀρήϊα τεύχεα δύω 6.340, cf. 7.193, al.; ἐς τεύχε' ἔδυνον Od.24.498; κατὰ τεύχε' ἔδυν Il.4.222, cf. 6.504, al.; Πάτροκλον περὶ τεύχεα ἕσσε 18.451; ἀπέδυσε, ἐξεδύοντο, 4.532, 3.114, cf. 13.182, al.; also χαλκήρεα τεύχε' ἀπ' ὤμων συλήσειν 15.544; Ἕκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ 17.210: Trag. τεύχη A.Myrm. in PSI11.1211.17, S.Aj.572,577, E.Andr.617, etc.; uncontr. τεύχεα S.Ph.398 (lyr.).
2 pl. also, the gear of a ship, oars and the like, ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε᾽, ἑταῖροι, νηῒ μελαίνῃ Od.15.218; τ. δέ σφ' ἀπένεικαν 16.326.
II in Trag. (rarely in Prose, v. infr.) a vessel of any kind, e.g. bathing tub, A.Ag.1128 (lyr., Blomf. κύτει, metri gr.); cinerary urn, τεύχη καὶ σποδός ib.435 (lyr.), cf. S.El.1114,1120, Riv.Fil.57.379 (Crete); balloting-urn, A. Ag.815, Eu.742; vase for libations, Id.Ch.99, E.IT168 (lyr.); vase or ewer for water, Id.Hec.609, Andr.167, Diocl.Fr.129; cup, E.Ion1184; amphora, A.Fr.108; scent-pot, ib.180.5 (pl.); matula, S.Fr. 565; pot or jar, X.An.5.4.28; ξύλινα τεύχη chests, ib.7.5.14; ἀλφίτων τεύχη a meal-barrel, Id.HG1.7.11; beehive, Arist.HA625a26; capsule of a poppy, Nic.Fr.74.52.
III Medic., of the vessels of the body, Hp.Loc.Hom.1,24; also, the human frame, body, as holding the intestines, Id.Epid.6.2.1, Arist.Phgn.810b19; τεῦχος νεοσσῶν λευκόν an egg, E.Hel.258.
IV case for holding papyrus rolls, ά τεύχους, ά τόμου, κολλήματος ρδ' PRyl.220.78 (ii A.D.); roll of writing-material, πεποίηται διπλῆν τὴν.. ἀναγραφὴν ἐν βυβλίνοις καὶ δερματίνοις τεύχεσιν Inscr.Prien.114.30, cf. 11 (i B.C); κελεύσας εἰς τάξιν ἀποδοῦναι τὰ τεύχη Aristeas 179; καθὼς ἀνεγνώσθη τὰ τεύχη Id.310, cf. Sm.Is.8.1 (where LXX has τόμος); βίβλων.. ἐν τεύχεϊ τῷδε πεντάς AP9.239 (Crin.); τ. βιβλειδίων BGU970.4 (ii A.D.); τεῦχος συγκολλησίμων βιβλειδίων POxy.2131.4 (iii A.D.); τεῦχος = volumen, Glossaria: hence πεντάτευχος, the Pentateuch, ὀκτάτευχος, the Octateuch.
V masonry, fabric, ἀνεκτίσθη τὸ τεῦχος τοῦτο Sammelb.7439.7 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1101] εος, τό, eigtl. wie ὅπλον und ἔντεα übh. Zeug, Gerät, Geschirr; bes. – a) Kriegszeug, Rüstung, Waffen; Hom. u. Hes., immer im plur.; Ἀρήϊα τεύχεα δύω, Il. 6, 193; χαλκήρεα τεύχε' ἀπ ' ὤμων συλήσειν, 15, 544, u. öfter; Ἕκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ, 17, 210; oft ἀράβησε δὲ τεύχε' ἐπ' αὐτῷ u. in ähnlichen Vrbdgn, immer von der ganzen Bewaffnung des Kriegers. So auch noch Soph. Phil. 376. 397 Ai. 569. 574; Eur. oft, und einzeln bei sp. D. – b) Schiffszeug, Schiffsgeräth, Segel, Ruder u. Tauwerk; ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε', ἑταῖροι, νηῒ μελαίνῃ, Od. 15, 218, vgl. 16, 326. – c) später übh. Hausrath, Geschirr, τὸ ἀγγεῖον, ἀττικῶς, Moeris; z. B. Wanne zum Baden, ἔνυδρον, Aesch. Ag. 1099; Urne, 424 (vgl. Plut. Marcell. 301; ἐκβάλλεθ' ὡς τάχιστα τευχέων πάλους, Eum. 712; Soph. κέκευθεν αὐτὸν τεῦχος, El. 1109; einzeln in Prosa: Xen. An. 5, 4, 28. 7, 5, 24 Hell. 1, 17, 11; Arist. H. A. 9, 40; Pol. 10, 44, 11. – d) vom alexandrinischen Zeitalter an auch ein Buch, Crinag. 14 (IX, 239).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
ustensile, instrument, d'où :
I. au plur. τὰ τεύχη armes (offensives ou défensives), armure;
II. au plur. τὰ τεύχη agrès de navire (voiles, cordages, rames);
III. après Hom. et au sg. et au pl. vase, particul. :
1 vase, pot;
2 vase pour les libations;
3 urne pour les tirages au sort;
4 urne funéraire;
5 baignoire;
6 tonneau de bois;
7 huche pour la farine.
Étymologie: τεύχω.

Russian (Dvoretsky)

τεῦχος: εος τό
1 pl. оружие, вооружение, доспехи Hom., Soph.;
2 pl. корабельные снасти Hom.;
3 бассейн, лохань Aesch.;
4 погребальная урна Aesch., Soph.;
5 избирательная урна Aesch.;
6 сосуд для возлияний Aesch., Eur.;
7 сосуд для воды, кувшин Eur.;
8 горшок Xen.;
9 ящик, ларец (ξύλινα τεύχη Xen.);
10 пчелиный улей Arst.;
11 вместилище: τ. νεοσσῶν λευκόν Eur. белое вместилище птенцов, т. е. яйцо;
12 анат. полость (τ. μέγα Arst.);
13 список, книга Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τεῦχος: -εος, τό, (τεύχω) κυρίως ὡς τὸ ὅπλον, ἐργαλεῖον, ὄργανον· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. τεύχεα, 1) ὡς τὸ ἔντεα, ὄργανα πολεμικά, ὅπλα, Ὅμ., Ἡσ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· πληρέστερον, ἀρήια τεύχεα, πολεμήια τ. Ἰλ. Ζ. 340., Η. 193· χρύσεια, χαλκήρεα Κ. 439., Ο. 544· ποικίλα, αἰόλα, παμφανόωντα, μαρμαίροντα Γ. 327., Ε. 295., Σ. 617, κλπ.· ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ὅλου ὁπλισμοῦ τοῦ πολεμιστοῦ, πανοπλία, τεύχεα δύειν ἢ δύνειν Ζ. 340, κ. ἀλλ.· ἐσδύνειν Ὀδ. Ω. 498· καταδῦναι Ἰλ. Δ. 222, κ. ἀλλ.· μετὰ διπλ. αἰτ., τεύχεα περιέσσαι τινὰ Σ. 451· ἀποδύειν, ἐκδύεσθαι Δ. 532., Γ. 114, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, χαλκήρεα τεύχε’ ἀπ’ ὤμων συλήσειν Ο. 544· Ἕκτορι δ’ ἥρμοσε τεύχε’ ἐπὶ χροῒ Ρ. 210, πρβλ. ἀραβέω, *βράχω, ἐξεναρίζω· - οὕτω τεύχη παρὰ Τραγ., ὡς Σοφ. Αἴ. 571, 577, κλπ.· ἀσυναίρ. τεύχεα ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 398 (Λυρ.). 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐξάρεια ὄργανα καὶ σκεύη τοῦ πλοίου, κῶπαι καὶ τὰ ὅμοια, ἐγκοσμεῖτε τὰ τ. νηῒ μελαίνῃ Ὀδ. Ο. 218· τ. δὲ σφ’ ἀπένεικαν Π. 326. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἀλλὰ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις) καθ’ ἑνικόν, ἀγγεῖον παντὸς εἴδους, λουτήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1128 (ὁ Blomf. κύτει, χάριν τοῦ μέτρου)· τεφροδόχος ὑδρία, αὐτόθι 435, Σοφ. Ἠλ. 1114, 1120· κάλπη ψηφοφορίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 815, Εὐμ. 742· ἀγγεῖον σπονδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 69, Εὐρ. Ι. Τ. 168· ἀγγεῖον, ὑδρία, στάμνος πρὸς μετακόμισιν ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 609, Ἀνδρ. 167· ποτήριον, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1184· ἀμφορεύς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 107· ἀγγεῖον δι’ ἀρώματα, αὐτόθι 179· ἀμίς, οὐροδοχεῖον, περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος οὐ μύρου πνέον Σοφ. Ἀποσπ. 147· ἴδε οὐράνη· μικρὸν πλατύσταμνον ἀγγεῖον, «βάζον», Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 4, 28· ξύλινα τ., κιβώτια, αὐτόθι 7. 5, 14· ἀλφίτων τ., κάδος δι’ ἄλευρα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 7, 11· κυψέλη μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 26. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατροῖς, τὰ ἀγγεῖα τοῦ σώματος· ὡσαύτως, τὸ ἀνθρώπινον σῶμα ὡς περιέχον τὰ ἐντόσθια, πρβλ. Foës Oecon. Hipp., Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 10· τεῦχος νεοσσῶν λευκόν, ᾠόν, Εὐρ. Ἑλ. 258. IV. μετὰ τοὺς Ἀλεξανδρίνους χρόνους καὶ ἐπὶ βιβλίου, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ., Ἀνθολ. Π. 9. 239, πρβλ. Ἰακώψ. σελ. 13· ὅθεν πεντάτευχος, ὀκτάτευχος, κλπ.

English (Autenrieth)

εος: implement of any kind, regularly pl., arms, armor, also tackling of a ship, Od. 15.218.

Greek Monolingual

το / τεῡχος, -ους, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση του καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος του 55ου τόμου της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα»)
2. φύλλο περιοδικού («το περιοδικό αφιέρωσε ένα ειδικό τεύχος στον Κωστή Παλαμά»)
3. (σπάν.) κύριο σώμα σκεύους ή μηχανήματος
μσν.-αρχ.
σύνολο χειρογράφων συνεραμμένων στη μία τους άκρη
αρχ.
1. όργανο, εργαλείο
2. (ιδίως στον πληθ.) τὰ τεύχεα
α) πολεμικά όργανα, όπλα, άρματα
β) (γενικά) πανοπλία
γ) τα μέρη του πλοίου, όπως π.χ. τα κουπιά, τα ιστία κ.λπ.
3. κάθε είδους αγγείο: α) λουτήρας («πίτνει δ ἐν ἐνύδρῳ τεύχει», Αισχύλ.)
β) τεφροδόχος υδρία («φέροντες αὐτοῦ σμικρὰ λείψαν' ἐν βραχεῖ τεύχει», Σοφ.)
γ) κάλπη ψηφοφορίας («εἰς αἱματηρὸν τεῡχος οὐ διχορρόπως ψήφους ἔθεντο», Αισχύλ.)
δ) αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά τις σπονδές
ε) σταμνί για μετακόμιση νερού
στ) ποτήρι («ἔδωκε πλῆρες τεῡχος, εἰς οἶνον βαλών», Ευρ.)
ζ) αμφορέας
η) δοχείο αρωμάτων
θ) ουροδοχείο
ι) πλατύστομο αγγείο, βάζο
ια) κιβώτιο («καὶ τἆλλα πολλά ὅσα ἐν ξυλίνοις τεύχεσι ναύκληροι ἄγουσιν», Ξεν.)
ιβ) κουβάς, κάδος
ιγ) κυψέλη μελισσών
ιδ) κάλυκας άνθους που έχει σχήμα αγγείου
4. τα αγγεία του σώματος
5. το ανθρώπινο σώμα, επειδή περιέχει τα εντόσθια, τα σπλάχνα
6. το αβγό τών πτηνών
7. κτίσμα, οικοδόμημα («ἀνεκτίσθη τὸ τεύχος τοῦτο», πάπ.)
8. θήκη για τοποθέτηση κυλίνδρων παπύρου
9. φύλλο χαρτιού σε κύλινδρο
10. φρ. «τὸ δημόσιον τεῡχος» — μητρώο τών πολιτών, δημοτολόγιο επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεύχω. Η λ. τεῦχος με αρχική σημ. «αντικείμενο, όργανο, κατασκεύασμα» χρησιμοποιήθηκε στον Όμ. για να δηλώσει ειδικότερα τα πολεμικά όργανα, τον οπλισμό, κυρίως τον αμυντικό, σε αντιδιαστολή με τον τ. ὅπλα, ενώ αργότερα έλαβε πολλές και διάφορες σημ. Τέλος, στη Νέα Ελληνική, η λ. περιορίστηκε σε μία μόνο σημ., η οποία φαίνεται ότι προήλθε από τη σημ. «σύνολο χειρογράφων συνεραμμένων στη μία τους άκρη» και που απέκτησε η λ. στους αλεξανδρινούς χρόνους].

Greek Monotonic

τεῦχος: -εος, τό (τεύχω), εργαλείο, όργανο· κυρίως στον πληθ., τεύχεα·
I. 1. πολεμικά όργανα, όπλα, θώρακες, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ομοίως, τεύχη, στους Τραγ.
2. στον πληθ. επίσης, εξαρτήματα πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.
II. στον ενικ., δοχείο κάθε είδους, λουτήρας, σε Αισχύλ.· τεφροδόχος, στον ίδ., σε Σοφ.· κάλπη ψηφοφορίας, σε Αισχύλ.· αγγείο για σπονδές, στον ίδ.· αγγείο ή στάμνα για νερό, σε Ευρ.· κύπελο ή βάζο, σε Ξεν.· ξύλινα τεύχη, κιβώτια, στον ίδ.
III. ανθρώπινος σκελετός, ανθρώπινο σώμα, σε Αριστ.
IV.βιβλίο, σε Ανθ.· απ' όπου, πεντάτευχος, , η Πεντάτευχος.

Middle Liddell

τεῦχος, ος, εος, τό, τεύχω
I. a tool, implement:—mostly in plural τεύχεα,
1. implements of war, armour, arms, harness, Hom., Hes.;—so τεύχη in Trag.
2. in plural, also, the gear of a ship, tackle, Od.
II. in sg. a vessel of any kind, a bathing tub, Aesch.; a cinerary urn, Aesch., Soph.; a balloting-urn, Aesch.; a vase for libations, Aesch.; a vase or ewer for water, Eur.; a pot or jar, Xen.; ξύλινα τ. chests, Xen.
III. the human frame, body, Arist.
IV. a book, Anth.; hence πεντάτευχος, the Pentateuch.

English (Woodhouse)

cinerary urn, jar, press for cheeses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό (=ἐργαλεῖο, πληθ. τεύχεα = ὅπλα). Ἀπό τό τεύχω.

Translations

tool

Albanian: mjet, vegël; Amharic: መሣሪያ; Arabic: أَدَاة‎, آلَة‎, عُدَّة‎; Gulf Arabic: اداة‎; Hijazi Arabic: عِدّة‎; Moroccan Arabic: دزان‎; Armenian: գործիք; Assamese: সঁজুলি, আহিলা; Asturian: ferramienta; Avar: алат; Azerbaijani: alət, hacat; Belarusian: інструмент, прылада; Bengali: সাধনী; Bulgarian: инструмент, оръ́дие; Burmese: ကိရိယာ; Catalan: eina; Cebuano: gamit, himan; Chinese Cantonese: 架生, 工具; Mandarin: 工具; Min Nan: 家私, 工具; Wu: 工具; Crimean Tatar: alet; Czech: nástroj; Danish: værktøj, redskab, instrument; Dutch: gereedschap, werktuig, instrument, hulpmiddel; Esperanto: laborilo; Estonian: tööriist; Finnish: työkalu; French: outil; Galician: ferramenta; Georgian: ინსტრუმენტი; German: Gerät, Instrument, Werkzeug; Greek: εργαλείο, όργανο; Ancient Greek: ἐργαλεῖον; Hebrew: כְּלִי‎; Higaonon: himan; Hindi: उपकरण, औज़ार; Hungarian: szerszám, eszköz, szer; Icelandic: verkfæri, tól; Indonesian: alat; Interlingua: instrumento; Irish: uirlis; Italian: arnese, strumento, utensile, mezzo; Japanese: 道具, ツール; Kazakh: аспап, құрал; Khmer: គ្រឿង, ប្រដាប់, ប្រដាប់ប្រដា; Korean: 도구(道具), 툴; Kyrgyz: курал, аспап; Lao: ເຄື່ອງມື, ເຄື່ອງ; Latin: instrumentum, ferramentum; Latvian: instruments, darbarīks; Lithuanian: įrankis, įnagis; Luhya: sisindu; Lü: ᦵᦆᦲᧂᧈ; Macedonian: алатка, алат; Malay: alat; Maltese: għodda; Maori: paraha; Mongolian Cyrillic: багаж, хэрэгсэл; Navajo: bee naʼanishí; Nepali: औजार; Ngazidja Comorian: shomɓo; Norwegian: verktøy; Occitan: aisina; Old Church Slavonic Cyrillic: орѫдиѥ; Pashto: اوزار‎, آله‎, اوړی‎, سامان‎; Persian: ابزار‎, اسباب‎, آلت‎, افزار‎; Polish: narzędzie, przybór; Portuguese: instrumento, ferramenta; Romanian: sculă, unealtă, instrument; Russian: инструмент, орудие труда, орудие; Sanskrit: उपकरण; Scots: tuil; Scottish Gaelic: inneal; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀ла̄т, о̀рӯђе; Roman: àlāt, òrūđe; Shan: ၶိူင်ႈ; Sicilian: mmarazzu, strummentu, stigghiu, pupu; Slovak: nástroj; Slovene: orodje; Spanish: herramienta; Swahili: kifaa; Swedish: verktyg; Tajik: олат, асбоб, афзор, абзор; Tatar: корал; Telugu: పనిముట్టు; Thai: เครื่อง, อุปกรณ์, เครื่องมือ; Tibetan: ལག་ཆ; Turkish: alet, araç; Turkmen: abzal; Ukrainian: інструмент, начиння, знаряддя; Urdu: اوزار‎; Uyghur: سايمان‎; Uzbek: asbob, olat; Vietnamese: dụng cụ, đồ dùng; Walloon: usteye, osti; Welsh: teclyn; West Frisian: ark; Westrobothnian: dillfang; White Yiddish: ווערקצייג‎; Zhuang: gaiqdawz, gunghgi

implement

Bulgarian: инструмент, уред, прибор; Chinese Mandarin: 工具; Danish: redskab; Dutch: gereedschap, hulpmiddel; Estonian: riist; Finnish: työkalu, väline, apuväline; French: instrument; Galician: ferramenta; German: Werkzeug, Gerät, Arbeitsgerät; Hebrew: כלים‎, כלי‎; Ido: utensilo, instrumento, implemento; Indonesian: perkakas, alat; Irish: uirlis; Italian: attrezzo, utensile, arnese; Japanese: 道具; Javanese: perkakas, alat; Kurdish Central Kurdish: ئاڵات‎; Northern Kurdish: amûr, alet, alav, hacet, halet; Latin: armamentum; Maori: taputapu; Norwegian Bokmål: redskap; Nynorsk: reiskap; Polish: narzędzie; Portuguese: implemento, ferramenta, instrumento; Russian: инструмент, прибор, орудие, средство; Serbo-Croatian: instrument, oruđe, sredstvo; Spanish: implemento, herramienta, instrumento; Swahili: tekeleza; Swedish: redskap; Tagalog: pagaway; Turkish: araç; Welsh: teclyn

beehive

Abaza: щхамартан, мартан; Abkhaz: а-шьхымӡа; Adyghe: бжьэматэ; Albanian: koshere, zgjua, kurpi, qengjë, korube, krodhë; Amharic: ቀፎ; Arabic: خَلِيَّة, قَفِير, كُوَارَة, جَبْح, عَسَّالَة, مَنْحَل; Egyptian Arabic: خلاية; Aramaic Jewish: כַּוְּורְתָּא / כַּוְּרְתָּא, כַּוְּורָא / כַּוְּרָא; Syriac: ܟܘܪܬܐ, ܟܘܪܐ; Armenian: մեղվաբույն, փեթակ; Assamese: মৌচাক, চাক; Avar: найил тӏала; Azerbaijani: pətək, arı səbəti; Bashkir: солоҡ, умарта; Basque: erlauntza; Bats: სკა; Belarusian: вулей; Bulgarian: кошер, улище; Burmese: ပျားအုံ; Catalan: arna, buc, casera, rusc; Chechen: никх; Chinese Mandarin: 蜂箱, 蜂巢, 蜂房; Corsican: arna, arnia, bugna, bugnu; Czech: hnízdo, úl, včelín; Dalmatian: alviar, buc; Danish: bikube; Dirasha: kakurt; Dutch: bijenkorf, bijenhuif, huif, bijennest, immenhuif, immenkorf, korf; Erzya: нешке; Estonian: taru; Farefare: sĩn-yoko; Finnish: mehiläispesä, pesä; French: ruche; Galician: colmea, trobo, albariza, covo, cortizo, arna; Georgian: სკა; German: Bienenstaat, Bienenstock, Bienenkorb; Greek: κυψέλη; Ancient Greek: γαυλός, κηρών, κυψέλη, κυψέλιον, μελίσσειον, μελισσία, μελίσσιον, μελισσουργεῖον, μελισσοφάτνη, μελιττία, μελίττιον, μελιττουργεῖον, μελιττοφάτνη, νεοσσιά, νεοσσιή, νεοττιά, νοσσιά, νοσσιή, σίμβλος, σμᾶνος, σμῆνος, τεῦχος; Hebrew: כוורת \ כַּוֶּרֶת; Hindi: छत्ता, मधुमक्खी का छत्ता; Hungarian: méhkas; Icelandic: býkúpa, býflugnabú; Ingrian: mehiläispatsas; Ingush: накх; Interlingua: apiculario; Irish: coirceog bheach; Italian: alveare, arnia; Japanese: 蜂巣, 蜂の巣; Kabardian: бжьэматэ; Kannada: ಜೇನುಗೂಡು; Kazakh: ара ұясы; Khmer: បង្គងឃ្មុំ; Khonso: kaakurta; Korean: 벌통, 벌집; Kyrgyz: бал челек; Ladin: sant; Lao: ຮັງເຜິ້ງ; Latgalian: aviļs, kūzuls; Latin: alvearium, mellarium; Latvian: strops; Laz: მცქა, კავრანი, ღუნი; Lithuanian: avilys; Louisiana Creole French: rish; Macedonian: кошница, улиште; Malay: rumah lebah; Maori: whare mīere; Marathi: पोळे; Mingrelian: სკა, ბუკი, ქოფე; Mongolian Cyrillic: зөгийн үүр; Navajo: tsísʼná bighan; Norman: rueûque; Norwegian Bokmål: bikube; Nynorsk: biekube, bikube; Occitan: bornat, bornhon, buc, brusc; Old Church Slavonic Cyrillic: улии; Old English: hȳf; Old Portuguese: colmẽa; Ongota: gorgora; Oromo: gaagura; Ossetian: мыдычыргъӕд; Ottoman Turkish: آریلق; Persian: کندو, شان; Plautdietsch: Bieeromp; Polabian: väul; Polish: ul; Portuguese: colmeia; Romanian: stup; Romansch: avieuler, aviouler, ualer; Russian: улей; Scots: byke, bink; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏шница, пчѐлиња̄к; Roman: kȍšnica, pčèlinjāk; Slovak: úľ; Slovene: panj; Sorbian Lower Sorbian: wul; Upper Sorbian: kołć; Spanish: colmena; Svan: ღუ̂ებ; Swahili: mzinga; Swedish: bikoloni, bisamhälle, kupa, bikupa; Sylheti: ꠝꠌꠣꠇ; Tagalog: panilan, bahay-pukyutan; Tajik: канду; Telugu: తేనెగూడు; Thai: รวงผึ้ง; Tibetan: སྦྲང་ཚང; Turkish: kovan, arı kovanı; Ukrainian: вулик, вулій, улик, улій; Urdu: چهتا; Uyghur: ھەرە ئۇۋىسى, ھەرە كۆنىكى; Uzbek: asalari uyasi, asalari qutisi, arixona; Vietnamese: tổ ong; Volapük: bienabäset; Walloon: tchetoere; Welsh: cwch gwenyn, llestr gwenyn; Yiddish: בינשטאָק